Η Ζωντανή Βιβλιοθήκη αντιστρέφει την ιδέα μιας παραδοσιακής βιβλιοθήκης και μας φέρνει σε επαφή με τις «γκρίζες ζώνες» της ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχει μια βιβλιοθήκη στην οποία δεν βρίσκουμε τα παραδοσιακά βιβλία που περιμένουμε, μετακινείται διαρκώς και κυρίως, είναι διαδραστική. Στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη συναντάμε ανθρώπους, τα λεγόμενα ζωντανά βιβλία, που αφηγούνται την ιστορία τους και μπαίνουν σε έναν δημιουργικό διάλογο με τον εκάστοτε αναγνώστη. Πρόκειται για ανθρώπους που ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες θεωρούνται -και τις περισσότερες φορές, πράγματι είναι- περιθωριοποιημένοι. Μετανάστες, πρόσφυγες, ομοφυλόφιλοι, τρανς, οροθετικοί, κωφοί, άνθρωποι με αναπηρία ή ψυχικές νόσους και κάποιες περιθωριοποιημένες κατηγορίες επαγγελματιών.
Η Ζωή, ένα εκ των ιδρυτικών μελών της Ζωντανής Βιβλιοθήκης στην Ελλάδα, εξηγεί πώς προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθεί αυτή η κοινότητα, αλλά και πώς λειτουργεί. «Αυτή τη στιγμή υπάρχουν περισσότερες από 300 Ζωντανές Βιβλιοθήκες σ’ όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα ξεκινήσαμε το 2009. Τέσσερις άνθρωποι συντονιστήκαμε για να δουλέψουμε γι’ αυτό το σκοπό και πλέον, είμαστε πάνω από πενήντα. Έχουμε κάνει μέχρι τώρα δεκαεπτά Ζωντανές Βιβλιοθήκες και ταυτόχρονα είμαστε υπεύθυνοι μιας κοινότητας που είναι πίσω από τις εκδηλώσεις της. Πριν από πέντε χρόνια, όταν δεν είχε έρθει ακόμη η κρίση, αλλά τη βλέπαμε να έρχεται, είπαμε και οι τέσσερις άνθρωποι που το ξεκινήσαμε, ότι είτε μιλάμε για ρατσιστική βία εντείνεται, είτε πρόκειται για κάτι που βράζει από κάτω, δεν μας αρέσει. Ως πολίτες, βρήκαμε μια μεθοδολογία που μπορεί να ενώσει πράγματα και ανθρώπους. Η γοητεία του από ένα σημείο και μετά δεν είναι μόνο η ενέργεια που παίρνει κάποιος από τις εκδηλώσεις τηςΖωντανής Βιβλιοθήκης, που είναι πολύ δυνατές ενεργειακά, όσο ότι για πρώτη, ίσως, φορά συντάχθηκαν πολλές διακριτές ομάδες για να βρουν αυτό που τους ενώνει και να δουλέψουν μαζί. Ήταν, και είναι ακόμη, πάρα πολύ δύσκολο και δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ εύκολο».
Την Κυριακή 9 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας κατά του Φασισμού και του Αντισημιτισμού, θα διεξαχθεί μία ακόμη Ζωντανή Βιβλιοθήκη στο 2ο Πρότυπο Πειραματικό ΓΕΛ Αθήνας. «Οι εκδηλώσεις διεξάγονται περίπου κάθε δύο-τρεις μήνες και όλο τον υπόλοιπο χρόνο προετοιμαζόμαστε, εκπαιδεύουμε καινούργια βιβλία, καινούργιους εθελοντές, αναζητούμε καινούργιους χώρους, γιατί έχει μεγάλη σημασία. Έχουμε περιορισμό, γιατί δεν πάμε σε χώρους που δεν είναι προσβάσιμοι σε άτομα με αναπηρία. Έχουμε, ωστόσο, ομάδα εργασίας στην κοινότητά μας με στόχο ν’ αναζητεί χώρους. Άλλες φορές, μας ενδιαφέρει ένα σημείο, μια γειτονιά, που κάτι γίνεται και πάμε. Έχουμε κάνει Ζωντανές Βιβλιοθήκες σε πολύ διαφορετικά σημεία, σε χώρους πολιτισμού, όπως το Μουσείο Μπενάκη, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στο Σταθμό Λαρίσης και σε σημεία που οι κάτοικοι έχουν πάρει τη γειτονιά στα χέρια τους, όπως είναι η κατάληψη στο Βοτανικό Κήπο στην Πετρούπολη, ή στην κατάληψη των πολιτών στηΛαμπηδόνα, στο Βύρωνα. Έχουμε κάνει δύο Ζωντανές Βιβλιοθήκες στα πλαίσια του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, αλλά και στα πλαίσια ενός ελληνοτουρκικού φεστιβάλ στον Ωρωπό. Είναι πολλά και περίεργα τα μέρη που πάμε».
Η βασική ιδέα αυτής της δράσης γεννήθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα και μάλιστα, εκτός συνόρων. «Στην Ευρώπη ξεκίνησε ως ιδέα το 2000. Ήταν μια ομάδα τεσσάρων εφήβων, εκ των οποίων ο ένας δέχτηκε ρατσιστική επίθεση σ’ ένα κλαμπ, επειδή -εμφανισιακά- έμοιαζε μουσουλμάνος. Τα παιδιά αυτά προσπάθησαν να βρουν έναν τρόπο που να φέρνει τον κόσμο κοντά, να μπορεί να συζητάει για τις διακρίσεις που ζουν πολλές ομάδες πληθυσμού, βασιζόμενοι στην ιδέα ότι πολλές φορές η άγνοια οδηγεί στο ρατσισμό, γεννά ρατσισμό κι ότι όταν οι άνθρωποι κάθονται μαζί και συζητούν γι’ αυτό, οι αποστάσεις μικραίνουν. Για πρώτη φορά έγινε μια μεγάλη Ζωντανή Βιβλιοθήκη το 2001 στο ΦεστιβάλRoskilde, ένα μεγάλο ροκ φεστιβάλ, με 80 και πλέον βιβλία και πάρα πολλούς αναγνώστες. Από ‘κει και πέρα αυτή η ιδέα πήρε το δρόμο της».
Πέραν των ζωντανών βιβλίων, που η αρχική ομάδα βρήκε σιγά-σιγά προτείνοντας σε γνωστούς τους να συμμετάσχουν, υπάρχουν και οι εθελοντές βιβλιοθηκονόμοι. Έχουν έναν κομβικής σημασίας ρόλο, καθώς είναι οι κατάλληλοι για να λύσουν οποιαδήποτε απορία των αναγνωστών, τους οδηγούν στο βιβλίο που έχουν επιλέξει, το οποίο μπορούν να διαβάσουν ταυτόχρονα μέχρι τρεις αναγνώστες και με χρονικό όριο τα είκοσι λεπτά. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται διερμηνεία, ο χρόνος επιμηκύνεται λίγο.
«Το βιβλίο έχει το δικαίωμα να διακόψει την ανάγνωση αν αισθάνεται ότι είναι κακοποιητική και αφού λήξει η διαδικασία, ζητάμε από τους αναγνώστες να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο-αξιολόγηση, να μας πουν τη γνώμη τους για να πάει η διαδικασία λίγο παρακάτω.
Χρειάζεται, ως ζωντανό βιβλίο, να κάνεις κάποια πράγματα και κυρίως, να ακούς, όχι τόσο να μιλάς. Να μιλάς με σοφία και δικαιωματικά γι’ αυτό που σου συμβαίνει, αλλά το σημαντικότερο είναι να μπορείς ν’ ακούς, γιατί δεν πρόκειται για μια ομιλία, είναι μια συζήτηση, ένας δημοκρατικός διάλογος στον οποίο ο αναγνώστης θα μπορέσει να σου πει τις ενστάσεις του και θα πρέπει να μπορείς ν’ αφουγκραστείς τις ανάγκες του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου. Κι είναι πολύ δύσκολο».
Μια από τις παράλληλες δράσεις της Ζωντανής Βιβλιοθήκης είναι η εκστρατεία ευαισθητοποίησης απέναντι στη ρατσιστική βία, που περιλαμβάνει οδηγό για το πώς μπορούν να αντιδράσουν οι πολίτες, με τον τίτλο «Αν όχι εσύ, ποιος;»
Ποιες λοιπόν είναι οι προϋποθέσεις για να συμμετάσχει κάποιος στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη;
«Ζητάμε από τους ανθρώπους που θα έρθουν στην κοινότητά μας να έχουν σεβασμό κι η αγάπη για όλες τις διακριτές ομάδες, δεν μας αρέσουν οι δογματισμοί, οι άνθρωποι που μπαίνοντας σε μια ομάδα θα προσπαθήσουν να κάνουν τους αρχηγούς. Ζητάμε να αποδέχονται τα άλλα μέλη της ομάδας και να μην τα θέτουν σε κίνδυνο».
«Η συγκεκριμένη δράση», όπως τονίζει η Ζωή, «στοχεύει σ’ ένα γενικό πληθυσμό που διερωτάται, αμφισβητεί και δεν ξέρει πού να πατήσει. Η δική μας πρόταση αφορά αυτό τον κόσμο που είναι και η πλειοψηφία. Άλλες φορές, ξέρεις και δεν θέλεις να το δεχτείς, άλλες φορές, όμως, δεν ξέρεις. Κάποιοι άνθρωποι είναι μια γκρίζα περιοχή του κόσμου σου που δεν θέλεις ν’ αγγίξεις. Εμείς σου δίνουμε τη δυνατότητα να κάτσεις απέναντι σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο με σάρκα και οστά και η γκρίζα περιοχή να πάρει χρώμα. Μας ενδιαφέρει να συμμετέχουμε σ’ έναν πολιτισμό που προωθεί την ποικιλομορφία, τη δυνατότητα όλων των ανθρώπων, ταυτοτήτων, μορφών, απεικονίσεων, να έχουν φωνή, λόγο, ύπαρξη, δικαιώματα, θεσμικά και ατομικά. Είναι αρκετά δύσκολο, αλλά γι’ αυτό παλεύουμε».
«Μην το λες, δεν σου φαίνεται»
«Το όνομά μου είναι Μαριάννα, πάσχω από ψυχική διαταραχή. Λέγεται συναισθηματική ψύχωση διπολικού τύπου», είναι οι πρώτες συστάσεις από τη Μαριάννα, λήπτρια υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ένα ζωντανό βιβλίο που καταρρίπτει σε ελάχιστα λεπτά οποιαδήποτε προκατάληψη για τους πάσχοντες από ψυχικές διαταραχές.
«Συμμετέχω στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη για να μετατραπεί η ασθένεια σε προσόν, να μπορώ να βοηθώ τους άλλους ανθρώπους να κατανοήσουν το πρόβλημα, γιατί συνήθως οι αναγνώστες που έρχονται σ’ εμένα δεν έχουν μια κακή εικόνα για την ψυχική ασθένεια, αλλά μπορεί να έχουν περιστατικό στο σπίτι ή να πάσχουν και οι ίδιοι κι έχουν αγωνίες. Θέλουν να μάθουν, πολλές φορές κάνουν το λάθος και με ρωτάνε τι συμπτώματα έχω. Αυτά μπορεί να τα πει μόνο ένας γιατρός, αλλά παρακολουθούν την πορεία της ζωής μου κι από τη στιγμή που παρουσίασα την ασθένεια δεν σταμάτησε η ροή της. Συνέχισε, με άλλες δεξιότητες. Είχα σπουδάσει στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό κι αρρώστησα μεγάλη, στα 30 μου, που σημαίνει ότι είχα μια ωραία φοιτητική ζωή, είχα ερωτευτεί, πράγμα που δεν προλαβαίνουν συνήθως παιδιά, καθώς η πάθηση εμφανίζεται στην ηλικία των 17-18 ετών. Αρρωσταίνουν περισσότερο έφηβοι. Αρρώστησα, αλλά η ζωή δεν σταμάτησε εκεί. Ανάλογα με τις νέες δεξιότητές μου, γιατί δεν είχα την ίδια ικανότητα συγκέντρωσης και μνήμης, προετοιμάστηκα ως γραμματέας και εργάστηκα για τέσσερα χρόνια. Ήταν μια καλή συνεργασία και σταμάτησε άδοξα λόγω κακοδιαχείρισης ευρωπαϊκών κονδυλίων. Έχουν περάσει τρία χρόνια και δεν έχω βρει εργασία».
Στην οικογένεια δεν υπήρχε άλλο μέλος με ανάλογο ιστορικό, αυτό δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο να συνειδητοποιήσουν άμεσα ποιο ήταν το πρόβλημα και να στραφούν στον κατάλληλο ειδικό.
«Κανένας από την οικογένειά μου δεν είχε ψυχική πάθηση, γι’ αυτό και υπήρξε πανικός. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τα συμπτώματά μου, γιατί θεωρούσα ότι είμαι υγιής, δεν είχα αυτεπίγνωση για την πάθηση. Όταν πρωτο-αρρώστησα, δούλευα σε ασφαλιστική εταιρεία κι άρχισα να βλέπω και ν’ ακούω πράγματα που δεν υπάρχουν. Γύρισα σπίτι, ανησύχησαν οι γονείς και κάλεσαν νευρολόγο, γιατί θεωρούσαν ότι δεν ήταν η κατάστασή μου για ψυχίατρο, δεν μπορούσαν να το αποδεχτούν. Μετά από ενάμιση χρόνο πήγα σε ψυχίατρο, όπου ήμουν νοσηλευόμενη στο σπίτι μου, εγώ και οι παραισθήσεις μου, γιατί τα φάρμακα που μου έδινε ο νευρολόγος δεν ήταν αρκετά.
Το καλό με τη Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι ότι έχω ένα feedback με τους αναγνώστες κι αυτό με ανακουφίζει. Δεν έχω βρει κανέναν μέχρι στιγμής που να είναι κατά της ψυχικής διαταραχής».
Την ρωτούν πολλά, άλλοι για να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που φοβούνται να θέσουν στους ειδικούς, άλλοι προσπαθώντας να καταλάβουν πώς συνέβη ή πώς διαχειρίζεται τη ζωή της μετά. Ας ξεκινήσουμε, όμως, από την αρχή, που σχεδόν σε κάθε αξιόλογη ιστορία εμπεριέχει τον έρωτα.
«Ο πρώτος έρωτας καλά πήγε, ο δεύτερος είχε άδοξο τέλος. Ήθελα να βρω έναν τρόπο να με σεβαστούν οι συνεργάτες μου ως αντιστάθμισμα του πλήγματος που είχα από τον χωρισμό. Εργάστηκα ως ασφαλίστρια, εργαζόμουν από το πρωί ως το βράδυ, τα μεσημέρια δίδασκα σε ιδιαίτερα μαθήματα. Με αποτέλεσμα να εξουθενωθώ κι εκεί παρουσιάστηκε η ψυχική διαταραχή. Πρώτα, ήμουν μια κοπέλα που εκπαίδευε παιδιά για τη διάπλαση του ήθους τους. Στην ασφαλιστική εταιρεία, ενώ στην αρχή πήγα για να βρίσκω τις ανάγκες των πελατών, μετά έπρεπε να είμαι το ‘οπλοπολυβόλο’ που θα φέρνει τα συμβόλαια στην εταιρεία. Μεγάλη διαφορά.
Με δραματικό τρόπο βρήκα τους καινούργιους ρυθμούς μου, γιατί ενώ προ τριών ετών είχα κάνει μια αίτηση να εργαστώ σε φροντιστήριο, με θυμήθηκαν αφού είχα αρρωστήσει. Πήγα, με βοήθησαν να εργαστώ, μου έδωσαν σημειώσεις οι άνθρωποι, αλλά εκεί αρρώστησα μπροστά στα παιδιά. Ήταν τέτοιο το πλήγμα, που αποφάσισα να μην εργαστώ ως φιλόλογος. Δεν είναι εύκολο να μιλάς και να βλέπεις τα παιδιά να φεύγουν λίγα-λίγα έξω από την αίθουσα τρομαγμένα».
Όσο δύσκολο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου και τη ζωή σου να αλλάζει. Στην ερώτηση αν οι ψυχικές νόσοι υπάρχουν εκ γενετής κι εμφανίζονται στην πορεία ή κάθε άνθρωπος υπό συγκεκριμένες συνθήκες και γεγονότα μπορεί να εμφανίσει, ο ψυχίατρος δεν έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση.
«Δεν θέλησε να πάρει θέση. Οι γιατροί δεν παίρνουν θέση σ’ αυτό το ζήτημα, απλώς σου λένε ότι η λειτουργία του εγκεφάλου δεν έχει χαρτογραφηθεί, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Φρόντιζε να μάθει τα συμπτώματα της πάθησης και την οικογενειακή μου ιστορία, γιατί προφανώς παίζουν ρόλο κι οι εξωγενείς παράγοντες».
Οι γιατροί είναι, επίσης, αρνητικοί στη σύναψη ερωτικών σχέσεων των ασθενών,πιθανότατα επειδή φοβούνται τις συνέπειες των ψυχικών και συναισθηματικών μεταπτώσεων. Η Μαριάννα, ωστόσο, διατηρεί δεσμό με έναν κύριο, επίσης λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας με συμμάχους τους το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και τους αναγνώστες που κάθε φορά της εύχονται ενθουσιασμένοι ‘βίο ανθόσπαρτο’.
Η ψυχική διαταραχή της Μαριάννας έχει δύο φάσεις, «τη μανία, είμαι σε κατάσταση υπομανίας όπου ακούω και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν, και μετά είναι η κατάθλιψη, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο, γιατί κατηγορεί τον εαυτό του για όλα».
Την απασχολούν πολλά θέματα, ένα πολύ βασικό είναι αυτό της εργασίας και της αυτοσυντήρησης, αλλά και οι οικογενειακές σχέσεις με τα όριά τους.
«Ζω με τον πατέρα μου. Προσπαθώ να μπω σε διάφορα σεμινάρια που θα με εκπαιδεύσουν για να εργαστώ σε κοινωνικές επιχειρήσεις. Ένας χρόνος προσπάθειας πήγε στο βρόντο, γιατί κάναμε ομηρικούς καβγάδες με μηδενικό αποτέλεσμα. Ποια είναι η δυνατότητα αντίδρασης όταν εξαρτάσαι οικονομικά από άλλον; Ίδια άρνηση συνάντησα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις, όπου θα έχανα το βιβλιάρια απορίας με τα οποία παίρνω δωρεάν τα φάρμακά μου, τα οποία είναι πολύ ακριβά και φυσικά, φοβόμαστε να εμπιστευθούμε μια κοινωνική επιχείρηση».
Δεν πτοείται, όμως, συμμετέχει διαρκώς σε σεμινάρια που την ενδιαφέρουν κι έχει τη δυνατότητα. Παρακολουθώντας ένα σεμινάριο για ΑμεΑ έμαθε και τα δικαιώματα που έχουν, αλλά βρήκε και στήριγμα σε ανθρώπους που μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν ψυχολογικά και έμπρακτα. Η Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι ακόμη μια δημιουργική διέξοδος.
«Για μένα η Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι το βήμα που μπορώ να εκφραστώ για το στίγμα σε βάρος των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κυρίως, τον αυτοστιγματισμό που είναι η πιο επικίνδυνη πλευρά. Ένας ψυχικά ασθενής εσωτερικεύει ό, τι του έχουν μεταδώσει με το κοινωνικό στίγμα, ό,τι θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι στιγματισμό, ότι είναι ανίκανοι, άχρηστοι, επικίνδυνοι. Ο ασθενής τα εσωτερικεύει, τα θεωρεί δικά του προβλήματα και μπορεί να παρουσιάσει έλλειψη αυτοεκτίμησης, αυτοεγκατάλειψη ή και θυμό, τάσεις αυτοκαταστροφής, είναι πολύ σοβαρό αυτό το θέμα.
Ευτυχώς, οι δικοί μου γονείς δεν με κλείδωσαν στο σπίτι για να μη φαίνομαι. Έβγαινα έξω με τα συμπτώματά μου, τις φωνές μου, γδυνόμουν, έμπαινα σε σιντριβάνια, πήγαινα στην εκκλησία, έκανα διάφορα, ίσως να ήμουν ένας άνθρωπος για λύπηση, αλλά δεν με κλείδωσαν μέσα.
‘Μην το λες, δε σου φαίνεται’ είναι ο τίτλος του βιβλίου μου στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη. Εκεί το λένε, γιατί νομίζουν ότι η ψυχική διαταραχή είναι κάτι κακό. Είναι κάτι που μας επιβαρύνει και πρέπει ν’ αγωνιστούμε πάνω σ’ αυτό, αλλά ο καθωσπρεπισμός δεν έχει θέση σ’ αυτή την ιστορία, γιατί βγαίνουν στην επιφάνεια και αμφιβολίες και συναισθήματα που βιώνουμε όλοι μας. Από τότε που αρρώστησα και μετά, ωρίμασα, κατάλαβα κάποια λάθη που είχα κάνει, ποιες είναι οι δεξιότητές μου, σε ποιους ανθρώπους μπορώ να στηριχθώ, τι είναι πραγματικά άξιο να καλύπτει τον ελεύθερό μου χρόνο. Διαλύθηκε η προσωπικότητα, και σιγά-σιγά, ψηφίδα-ψηφίδα χτίζεται απ’ την αρχή, πιστεύω, πιο δυνατή.
Όταν φεύγουν οι αναγνώστες από τη Ζωντανή βιβλιοθήκη θα ήθελα να χρησιμοποιήσουν τη δική μου ιστορία σαν ψηφίδα της δικής τους ιστορίας. Όχι ότι είναι κάτι το μοναδικό, εξαιρετικό που το λανσάρουμε σε δημόσια κοινή θέα. Όχι, αγαπητοί μου, θα μπορούσα να ήμουν κόρη σας, γυναίκα σας, μητέρα ή δασκάλα σας, κοιτάξτε, είμαι εδώ.
Όπως μαθαίνουμε και μέσω της ενδυνάμωσης, δεν μπορούμε να φτάσουμε να ιαθούν τα συμπτώματα, αλλά μπορούμε να τα κάνουμε να αποτελούν ένα πολύ μικρό κυκλάκι μέσα στην προσωπικότητα που αναπτύσσεται. Το βασικό της κομμάτι είναι η άσκηση ισχύος. Κατά πόσον οι λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορούν να επιδράσουν στο περιβάλλον που ζουν και να ζήσουν, όσο το δυνατόν, ανεξάρτητοι.
O Νίκος Γαλάνης. Φωτό: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS
«Η ζωή μέσα από τα χέρια μου»
Ο Νίκος είναι ένας πολύ κοινωνικός και δραστήριος άνθρωπος. Είναι εκπαιδευτικός και ψυχολόγος, παράλληλα ασχολείται με τη διαχείριση της ΜΚΟ Δρω και συμμετέχει ωςζωντανό βιβλίο στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη. Κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και για μουσική, καθώς προτιμάει τη ροκ, αλλά έχει ασχοληθεί και με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Νίκος είναι εκ γενετής κωφός, όπως και η πλειοψηφία της οικογένειάς του.
«Είμαι εκπαιδευτικός, διδάσκω στο Γυμνάσιο-Λύκειο κωφών της Αγ. Παρασκευής, είναι πολύ ικανοποιητικό για μένα να διδάσκω κωφά παιδιά. Είμαι και ψυχολόγος εκ παραλλήλου. Επί του παρόντος, περισσότερο ασχολούμαι ενεργά με την εκπαίδευση. Στη ΜΚΟ ΔΡΩ είμαι διαχειριστής, ασχολούμαι με τα άτομα που εμποδίζονται και στερούνται προσβάσεως με οποιονδήποτε τρόπο στην ελληνική κοινωνία. Έχουμε τρεις άξονες που λειτουργούμε με βάση το κωφό άτομο και όλες τις άλλες αναπηρίες, όπως είναι η εκπαίδευση, ο πολιτισμός και η επικοινωνία-ενημέρωση».
Πριν γίνει εκπαιδευτικός εργάστηκε για 8-9 χρόνια ως φωτογράφος, μετά ο πατέρας του που ήταν πρόεδρος στην Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος του πρότεινε να αναλάβει μια πιο ενεργό δράση κι έτσι εκπαιδεύτηκε, πήγε στο εξωτερικό, καθώς οι ελληνικές δομές είναι -επιεικώς- ανεπαρκείς και βρήκε τη θέση του στον χώρο της εκπαίδευσης κωφών.
«Η πρώτη φορά που έπρεπε να μιλήσω σε αναγνώστη για την ιστορία μου ήταν μια ευκαιρία να δώσω όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσα, οι οποίες βέβαια καθορίζονται πάντα από τις ανάγκες του αναγνώστη. Δεν είχα κάποιο κόμπλεξ, δεν αντιμετώπισα κάποια δυσκολία. Αυτό που σκεφτόμουν ήταν ευτυχώς που έγινε αυτό για να μπορέσω να δώσω πληροφορίες. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν μια ευθύνη, αν θέλετε, να σταθώ άξιος στην επιλογή που έκανε ο αναγνώστης και να μπορέσω να λύσω όλες του τις απορίες. Βέβαια, δεν είναι όλες οι απορίες εύκολες, κάποιες είναι δύσκολες, κάποιες είναι εύκολες. Η αλήθεια είναι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακάλυψα κι εγώ πράγματα για τον εαυτό μου, πράγματα που είχα αφημένα και κλεισμένα μέσα μου βγήκαν στην επιφάνεια, με βοήθησε κι εμένα. Οι απαντήσεις που δίνω ίσως και να απογοητεύουν τους αναγνώστες. Σε κάποια θέματα, κάποια αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε εμείς τα κωφά άτομα τους απογοητεύει, γιατί αναρωτιούνται ‘δε γίνεται τίποτα καλύτερο, έτσι μένουν τα πράγματα;’. Έτσι είναι η πραγματικότητα. Μόνο ένα πράγμα βρίσκω αρνητικό και δεν μ’ αρέσει, κάποιοι που θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να με βοηθήσουν, με σκέφτονται σαν καημένο, με βλέπουν με οίκτο. δε μ’ αρέσει. Εγώ τους λέω ότι δεν είναι θέμα οίκτου. Είμαι απλώς ένα βιβλίο, είναι η ζωή μου, έχω περάσει αυτά. Απλά».
Πότε άρχισε να καταλαβαίνει τη διαφορά της δικής του οικογένειας από τις υπόλοιπες των ακουόντων;
«Βίωνα τη ζωή με τον μπαμπά και τη μαμά, αλλά όταν πήγα στο σχολείο άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι ο μπαμπάς και η μαμά. Αυτό πρέπει να έγινε γύρω στα πέντε μου χρόνια. Γενικά, οι κωφοί καθυστερούν να πάνε στο σχολείο, καθυστερούν σε εκπαιδευτικά θέματα. Τότε, μάλιστα, εκπαιδευόμασταν στον προφορικό λόγο, δεν υπήρχε η εκπαίδευση στη νοηματική -μιλάμε για το 1965. Άρχισαν να με ενημερώνουν οι γονείς μου, να έχω επαφές με τους γείτονες, να μου λένε ότι πρέπει να κάνεις χειλανάγνωση, γιατί μιλάνε προφορικά κλπ. Έτσι, άρχισα να καταλαβαίνω τη διαφορά και ν’ απογοητεύομαι κάπως, γιατί μου φάνηκε πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσω μεγαλώνοντας. Η μαμά μου μού είπε να μην ανησυχώ, γιατί οι γείτονες έτυχε να είναι ευαισθητοποιημένοι, γνώριζαν την οικογένειά μας, είχαν φιλικές σχέσεις, βέβαια, δεν επικοινωνούσαν στη νοηματική, αλλά με νεύματα, με χειρονομίες. Τότε ήμασταν όλοι παιδιά, δεν ξεχωρίζαμε μεταξύ μας, παίζαμε ποδόσφαιρο όλοι μαζί. Δεν κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο, ήμασταν όλοι μαζί. Άρχισε να με πειράζει η διαφορά όταν έγινα 9-10 χρονών περίπου, άρχισαν να με κοροϊδεύουν ‘δε μιλάς; Δεν ακούς το αυτοκίνητο;’. Πολλές φορές, δεν με ειδοποιούσαν τα άλλα παιδιά όταν ερχόταν αυτοκίνητο από πίσω. Εκεί, άρχισα να αντιδρώ. Με πείραζε, τσακωθήκαμε με μερικούς, πιαστήκαμε και στα χέρια. Τότε ήταν και της μόδας να τσακωνόμαστε, να ρίχνουμε και καμιά μπουνιά. Παίζαμε τον πόλεμο ως παιχνίδι, πιο επιθετικά. Πολλές φορές, μου έκαναν τον φίλο, μου έπαιρναν τα αυτοκινητάκια, μου έλεγαν ‘δώσε μου αυτό για να σ’ έχω φίλο’.
Όταν μεγάλωσα κι έγινα έφηβος, άρχισα να ντρέπομαι, κρυβόμουν, δεν νοημάτιζα, άρχισα να γίνομαι κομπλεξικός, η μαμά μου μού έλεγε ‘μη νοηματίζεις γιατί μας κοιτούν’. Κι η μαμά είχε το δικό της κόμπλεξ, γιατί είχε επηρεαστεί από τη νοοτροπία της κοινωνίας τότε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούμε έξω από τη γειτονιά. Μας κορόιδευαν, θυμάμαι, μας έλεγαν ότι κάνουμε σα μαϊμούδες. Η μοναδική που μας υποστήριζε ήταν μια ‘παπαδιά’ που ήταν φανατική χριστιανή, απαγορευόταν να κοροϊδέψει τον οποιοδήποτε. Με έβαλαν νεοκόρο, να κρατώ τη λαμπάδα, να καθαρίζω μέσα στην εκκλησία. Κατάλαβα ότι με καλόπιαναν για να τους κάνω τις δουλειές. Καλό, βέβαια, ήταν αυτό για μένα. Με βοηθούσε ο παπάς, μ’ έβαζε μέσα για να μη με κοροϊδεύουν. Πολλές φορές φώναζε στα άλλα παιδιά ‘μη τον κοροϊδεύετε, επειδή δεν ακούει, μπορεί να μιλήσει, νοηματίζει’. Τους εξηγούσε ο ιερέας πολλά πράγματα. Ήταν σαν θείος μου, έτσι τον θυμάμαι».
Η αντίδραση, όμως, ήρθε, αλλά αργότερα, μαζί με την ωριμότητα ήρθε και η σιγουριά.
«Όταν μεγάλωσα περισσότερο, γύρω στα 20, άρχισα να τσακώνομαι, αντιδρούσα πλέον ανοιχτά. Όταν έφτανα προς τη μέση ηλικία άρχισα να δομώ μια γερή ταυτότητα και να καταλαβαίνω ότι ο κόσμος δεν φταίει. Άρχισα, λοιπόν, να εξηγώ, να προσπαθώ να κάνω τις αλλαγές στην κοινωνία. Βέβαια, αυτά σχετίζονται με την παιδεία που έλαβα από τους γονείς μου. Πιστεύω ότι αν δεν είχα αυτή την παιδεία θα σκεφτόμουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Και να πω ότι έχω μια κόρη κωφή στην οποία, επίσης, εξηγούσα από μωρό. Και τώρα, είναι πάρα πολύ κοινωνική κοπέλα, πολύ δεκτικός άνθρωπος. Τα αντιμετωπίζει πολύ διαφορετικά λόγω της παιδείας που έχει λάβει».
Ο Νίκος προέρχεται από μία μεγάλη οικογένεια και μάλιστα μεικτή.«Και οι δύο γονείς μου ήταν κωφοί. Έχω ένα αδερφό κωφό κι έναν άλλο ακούοντα. Ο ακούοντας είναι από τον πατριό μου, τον δεύτερο πατέρα μου, ίσως να ευθύνεται κι αυτό. Οι περισσότεροι είναι κωφοί στην οικογένεια. Η μαμά μου έχει άλλα τρία αδέρφια, δύο κωφοί, δύο ακούοντες. Από τα αδέρφια του πατέρα μου οι τέσσερις κωφοί, οι τρεις ακούοντες. Οι γονείς μου γνώριζαν τη νοηματική, ήταν η φυσική τους γλώσσα, αλλά εγώ βγήκα πιο ταλαντούχος στη γλώσσα, γιατί πάντα τα παιδιά ξεπερνούν τους γονείς, είναι φυσικό. Η μαμά μου είναι απόφοιτη του δημοτικού, δεν σπούδασαν περισσότερο οι γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κοινωνικός και έξυπνος άνθρωπος, όπως και η μητέρα μου. Ήταν πολύ καλά παραδείγματα, άνθρωποι αποφασισμένοι να είναι μέσα στην κοινωνία. Μη νομίζετε ότι όλοι οι κωφοί έχουν την ίδια νοοτροπία, εξαρτάται από την μόρφωσή τους, τον χαρακτήρα τους, το πόσο ανοιχτόμυαλοι είναι ως άνθρωποι. Η εκπαίδευση δεν είναι τόσο προωθημένη, είναι περισσότερο απλή, γιατί έχει και μια τάση ανικανότητας, δεν πιστεύουμε ότι το κωφό παιδί μπορεί, γι’ αυτό και απλοποιούμε πάρα πολύ την παιδεία που τους δίνουμε».
Μέσα στις βασικές ερωτήσεις που του κάνουν στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη, πέρα από το αν πράγματι έχει γεννηθεί κωφός και δεν έχει ακούσει κανέναν ήχο, είναι αν μπορεί να οδηγήσει και η απάντηση είναι θετική, πώς εκπαιδεύει παιδιά στη νοηματική γλώσσα, αλλά και αν μπορεί να χορέψει από τη στιγμή που δεν ακούει.
«Εμένα μ’ αρέσει η ροκ περισσότερο, είμαι της παλιάς σχολής. Έχω κι εγώ τραγουδιστές-ινδάλματα που θαυμάζω, τον Μάικλ Τζάκσον για παράδειγμα.
Με πολλούς τρόπους μαθαίνω να προσεγγίζω τη μουσική. Η αλήθεια είναι ότι τώρα που έχουμε και τους διερμηνείς είναι πιο εύκολο για μας, όταν ήμουν μικρότερος δεν είχαμε διερμηνείς και βασιζόμουν περισσότερο στην εικόνα στην κίνηση, προσπαθούσα να συνδέσω αν ήταν ζωηρή η κίνηση ή αργή, απαλή. Επειδή ακριβώς δεν ακούω παρατηρούσα συνέχεια με λεπτομέρεια. Αργότερα, έμαθα να αισθάνομαι τους ήχους μέσω των κραδασμών που προκαλούν στα διάφορα υλικά αντικείμενα, στα τραπέζια, στις επιφάνειας. Βέβαια, εκλαμβάνεις απλώς έναν κραδασμό, δεν εκλαμβάνεις διαφορετικούς ρυθμούς. Μόνο αν ανέβει ένταση μπορείς να καταλάβεις κάποια διαφορά.
Επίσης, διάβαζα πολύ τους στίχους και μετά προσπαθούσα να συνδέσω το ύφος του στίχου με το αντίστοιχο μουσικό. Μετά, ρωτούσα τους διερμηνείς, μου εξηγούσαν τον ρυθμό, μου περιέγραφαν ουσιαστικά στη νοηματική, δηλαδή αυτό το τραγούδι μοιάζει σαν ένα νανούρισμα, σαν ένα τρένο που φεύγει. Λίγο από ‘δω, λίγο από ‘κει, συγκέντρωνα όλες τις πληροφορίες και με βάση την εμπειρία μου προσέγγιζα τη μουσική.
Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, κατάλαβα ότι ήταν πολύ βαθιές συνθέσεις, με πολύ βαθύ νόημα και επειδή απέδωσα κι ένα από τα τραγούδια του στη νοηματική, φρόντισα το ύφος να είναι ίδιο, να είναι βαρύ και βαθύ. Σε αντιδιαστολή με τα τραγούδια του Γιάννη Πάριου που για κάποιους είναι νησιώτικα, πιο ελαφρά. Δεν είναι της αρεσκείας μου. Η Μαρινέλλα παλιά μου φαινόταν περισσότερο καλλιτέχνιδα, τώρα έχουν περάσει τα χρόνια, έχει αποδυναμωθεί κάπως και η αλήθεια είναι ότι μερικά μουσικά στιλ, ταιριάζουν σε συγκεκριμένες εποχές, οι οποίες έχουν παρέλθει και θεωρούνται κι αυτά παρωχημένα. Ένα άλλο παράδειγμα, από το εξωτερικό, η Τζένιφερ Λόπεζ. Είναι σαν μια κούκλα μπερδεμένη που στριφογυρίζει από δω κι από ‘κει, δεν μπορώ να προσεγγίσω το δικό της ύφος. Μου φαίνεται λίγο βιτρίνα, λίγο επιφανειακή, αυτό που δείχνει απ’ έξω και δεν μπορώ να ξέρω αν είναι τελικά καλή τραγουδίστρια ή όχι. Εν πάση περιπτώσει, μαθαίνω. Εξαρτάται αν το κωφό άτομο δείχνει ενδιαφέρον ή όχι στη μουσική. Εγώ προσπαθώ να μαθαίνω λίγο απ’ όλα, σε κάποιους άλλους αρέσει να μένουν μόνο σ’ ένα πράγμα».
Απολαμβάνει και τη συμμετοχή του στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη και την επαφή με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.
«Οι συζητήσεις που κάνουμε στις συναντήσεις μεταξύ μας τα ζωντανά βιβλία είναι πολύ βαθιές και ουσιαστικές. Έχουμε μια πραγματική ανταλλαγή, γιατί στο δικό μας χρόνο, που εκεί υπάρχει, τολμούν να πουν ‘δεν το κατάλαβα, εξήγησέ το μου πάλι’, μια ουσιαστική ανταλλαγή, κάτι που δεν γίνεται πάντα με τις αναγνώσεις».
Υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα δομών για τους κωφούς και ακόμη περισσότερα εμπόδια για όσους θέλουν να βοηθήσουν, ωστόσο, κλείνει αισιόδοξα μιλώντας για τη ΔΡΩ που «προσπαθεί να δίνει διεξόδους και δρόμους στους ανθρώπους, για να ξεπερνούν τα εμπόδια, να βρίσκει λύσεις. Υπάρχουν πολλά φώτα κι αν θέλεις, μπορείς να πας προς αυτά».
*Στη συνέντευξη του Νίκου διερμηνέας ήταν η κύρια Φωτεινή Σκαφίδα. Την ευχαριστούμε πολύ.
Ζωντανή Βιβλιοθήκη (http://www.humanlibrary.gr/index.php/el/)