top of page

Γλυκές συμμορίες στη Νέα Σμύρνη

Μένω κοντά σαράντα χρόνια στη Νέα Σμύρνη και δεν έχω σκοπό να μετακομίσω


Γλυκές συμμορίες στη Νέα Σμύρνη

Μένω κοντά σαράντα χρόνια στη Νέα Σμύρνη και δεν το έχω σκοπό να μετακομίσω. Όχι επειδή η πλατεία είναι ωραία, ούτε γιατί είναι δίπλα στο κέντρο, ή επειδή έχει μπόλικο πράσινο και άπλα, αλλά για τους φίλους που έκανα και γιατί σχεδόν κάθε γωνιά έχει κάτι να μου θυμίζει. Όπως τις γλυκές «συμμορίες» μας και τις μικρές περιπέτειές μας.


Η συμμορία των εξερευνητών. Ήτανε το ’80 ή το’ 81 και δεν ξέρω γιατί αλλά μας γοήτευαν τα εγκαταλειμμένα σπίτια. Κάτι παλιές, επιβλητικές στα μάτια μας μονοκατοικίες, άδειες κι έρημες από χρόνια, με μια μικρή ζούγκλα στις αυλές τους. Τριγυρίζαμε, τσεκάραμε, ένας κρατούσε τσίλιες μη μας δει καμιά γειτόνισσα, και «μπουκάραμε» από κάνα σπασμένο παράθυρο. Χαζεύαμε τα παλιά, κατεστραμμένα από την πολυκαιρία έπιπλα, τριγυρνούσαμε στα δωμάτια κι αναρωτιόμασταν ποιοι να ζούσαν κάποτε εδώ μέσα και τι να απέγιναν. Σε μια τέτοια μας εξερεύνηση στην οδό Αιγαίου, βρήκαμε κάτι παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες, οι οποίες όλες απεικόνιζαν τη μορφή ενός αυστηρού άντρα. Μετά βρήκαμε και κάτι πεταμένα χαρτιά, με ένα όνομα. Ίσως ανήκαν σε εκείνον. Μπήκαμε σ’ εκείνο το σπίτι τρεις τέσσερις φορές και την τελευταία είχε αρχίσει να νυχτώνει, όταν το ρεύμα (μάλλον) άρχισε να κάνει τις πόρτες να χτυπούν. Φαντάσματα. Ήταν η τελευταία μας εξερεύνηση και για δυο τρία χρόνια δεν ξαναπεράσαμε από εκεί.


Η συμμορία των μπανιστηρτζήδων. Κάνα δυο χρόνια μετά την εποχή των εξερευνητών, κάποιος από εμάς, κάπου, ανακάλυψε ένα πορνοπεριοδικό της εποχής. Συμφώνησε να μας το δείξει, αλλά όλα θα έπρεπε να γίνουν με προσοχή, να μη μας καταλάβει κανείς. Τα επόμενα κάμποσα μεσημέρια, μετά το σχολείο, σκαρφαλώναμε όλοι στο μεγάλο ευκάλυπτο που υπάρχει ακόμα απέναντι από την πόρτα των αποδυτηρίων του κολυμβητηρίου, στην Άνω Νέα Σμύρνη. Οι σελίδες του ήταν ιλουστρασιόν και οι εικόνες του μαγικές. Όλοι είχαμε την αγαπημένη μας και όλοι ήμασταν σίγουροι ότι ακόμα και τα λυκειόπαιδα δεν θα είχαν δει τέτοια μυστικά. Η δική μου αγαπημένη ήταν ξανθιά, είχε ένα υπέροχο στήθος και έτσι που κοίταζα, άγγιζα τη σελίδα και ήμουν σίγουρος ότι, αν συγκεντρωνόμουν καλά, θα το έβλεπα να αναπνέει. Νομίζω την έλεγαν Ζυλιέτ.


Η συμμορία της φάρσας. Μπαίναμε σε ανθοπωλεία και ρωτούσαμε αν έχει πατάτες, σε δισκάδικα μήπως έχει σουβλάκια και σε μπακάλικα αν έχει παντελόνια. Και χτυπούσαμε κουδούνια. Όλα στη σειρά και μετά τρέχαμε. Κάτι φορές παίρναμε στη σειρά όλες τις πολυκατοικίες της 2ας Μαΐου, πολύ πριν αυτή γίνει πεζόδρομος. Μας φαίνονταν αστεία όλα αυτά και σήμερα, κάθε φορά που βλέπω πιτσιρικάδες στο δρόμο με πονηρά χαμόγελα, σκέφτομαι ότι κάποια βλακεία θα έκαναν.


Γλυκές συμμορίες στη Νέα Σμύρνη

Η συμμορία των ερωτευμένων. Με άλλους δύο μας άρεσε η ίδια κοπέλα, η οποία πήγαινε στο ίδιο σχολείο, αλλά σε άλλο τμήμα. Κάθε απόγευμα η Σοφία έφευγε με μια φίλη της και για πέντε δέκα λεπτά κάθονταν στο πεζούλι μιας μονοκατοικίας, στην οδό Νικομηδείας. Το σχέδιο ήταν να μπούμε στη μονοκατοικία στα κρυφά και να ξαπλώσουμε κάτω, από τη μέσα πλευρά του πεζουλιού, μήπως και ακούσουμε τίποτα ενδιαφέρον. Το κάναμε τρεις τέσσερις φορές αλλά τα χαχανητά μας μάλλον ήταν πιο δυνατά από την ομιλία τους και το κόψαμε.


Η συμμορία του τσιγάρου. Στην έκτη δημοτικού έβλεπα λίγο μεγαλύτερα παιδιά να καπνίζουν και σκεφτόμουν πώς είναι δυνατόν και ορκιζόμουν ότι ποτέ δεν θα κάπνιζα. Στη δευτέρα γυμνασίου πήρα το πρώτο μου πακέτο, ένα Cooper. Πριν και μετά το σχολείο πηγαίναμε στο κολυμβητήριο, ανεβαίναμε σε κάτι σκαλάκια και καπνίζαμε, και κάνα δυο τετράγωνα πριν γυρίσω σπίτι έβγαζα το μπουφάν μου και το τίναζα για να μη μυρίζει. Στην πρώτη λυκείου η φουρνάρισσα της γειτονιάς με έβλεπε που γυρνούσα από το φροντιστήριο και κάπνιζα και με έδωσε στη μάνα μου. «Σα φίδι καπνίζει ο γιος σου. Προχτές ήτανε άλλοι δύο και τον κυνηγούσαν να του πάρουν το πακέτο». Ένα χρόνο αργότερα η μάνα μου με άφησε να καπνίσω στο οικογενειακό τραπέζι («δε χρειάζεται να πας πάλι βόλτα, κάπνισε εδώ πέρα»).