20 Οκτ 2013Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης, ΣΥΜΕΩΝ Φαινόμενα-«εκτροπές» ο πολιτικός γάμος, η μονογονεϊκή οικογένεια, η ελεύθερη συμβίωση & ο γάμος των ομοφυλοφίλων ------------------------------------------ Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ «Εκτροπές του οικογενειακού θεσμού εις την σημερινήν πραγματικότητα» «Τό θέμα πού μοῦ ἀνετέθη νά ἀναπτύξω ἐνώπιόν Σας ἀπό τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τούς Σεβασμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, μέλη τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 154ης Συνοδικῆς Περιόδου, πρός τούς ὁποίους ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν τιμή καί τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τήν ἐλαχιστότητά μου, ἔχει τόν τίτλο «Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα —νομικές, ἠθικές καί κοινωνικές προεκτάσεις». Ἅμα τῇ ἀναθέσει τῆς εἰσηγήσεως ἐπεδίωξα νά πληροφορηθῶ τί ἀκριβῶς κατά τόν καθορισμό τῶν θεμάτων ἐλέχθη στή σχετική συνεδρία τῆς Δ.Ι.Σ., προκειμένου νά προσπαθήσω νά ἀνταποκριθῶ ἀναλόγως. Ὁμολογῶ ὅτι τό ἀπόσπασμα Πρακτικοῦ τῆς σχετικῆς Συνεδρίας, τό ὁποῖο παρεκάλεσα νά μοῦ δοθεῖ καί μοῦ ἐστάλη, δέν μέ βοήθησε στήν ἀποσαφήνιση τῶν ζητουμένων τοῦ ἀνατεθέντος εἰς ἐμέ θέματος. Ὡς ἐκ τούτου ἡ προσέγγιση καί τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως διαμορφώθηκε μέ βάση τήν προσωπική ἐκ μέρους μου κατανόηση τοῦ θέματος. Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ὅρος «ἐκτροπές», συνήθης στή δική μας γλώσσα τῶν ἐκκλησιαστικῶν, εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο νά γίνει ἀποδεκτός εὐρύτερα. Αντίθετα, οἱ ὅροι πού χρησιμοποιοῦνται στήν Κοινωνιολογία τῆς σύγχρονης οἰκογένειας εἶναι ἐναλλακτικά πρός τή συμβατική οἰκογένεια σχήματα ἤ ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας <1>. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτῶν τῶν σχημάτων ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων μέ βάση τά κριτήρια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας περί γάμου καί οἰκογένειας εἶναι ἀσφαλῶς ἀρνητική. Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας δεδομένη. Ἡ σύγκρισή τους μέ τόν Χριστιανικό γάμο καί τή χριστιανική οἰκογένεια ὡς «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» <2>, ὅπως ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται, μᾶς ἐπιτρέπει τόν χαρακτηρισμό τους ὡς ἐκτροπές. Ὡστόσο, οἱ παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί ἀρνητικῶν φαινομένων καί καταστάσεων σήμερα σοκάρουν καί προκαλοῦν ἀντιδράσεις, διότι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων —ἀκόμη καί βαπτισμένοι χριστιανοί— ζοῦν καί σκέπτονται ἀγνοώντας τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς ἱερούς Κανόνες, γενικότερα τό ἦθος καί τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ» ἤ «ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας» στή σημερινή πραγματικότητα συνιστοῦν φαινόμενα τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἐκκοσμίκευση καί ἀποχριστιάνιση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν, κοινωνιῶν καί λαῶν ἐν τούτοις μέ ἕνα πλούσιο χριστιανικό παρελθόν. Αὐτό ἐν πολλοῖς ἰσχύει καί γιά τήν ἑλληνική κοινωνία. Οἱ λόγοι πολλοί καί διάφοροι. Βαθύτεροι, ἡ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ καί ἡ ἀντίληψη περί ἐλευθερίας ὡς δυνατότητας ἀπεριόριστων ἀτομικῶν ἐπιλογῶν. Ἡ θεοποίηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπομειώνει τήν ἠθική δέσμευση, τήν αἴσθηση τοῦ χρέους, τήν κοινωνική εὐθύνη, τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια ἀπό γεγονός κατ᾽ ἐξοχήν ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικός θεσμός θεμελιώδους σημασίας γίνεται, ὅλο καί περισσότερο, ἀτομική ὑπόθεση πού ἐντάσσεται στή σφαίρα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Ἡ πτώση τῆς δημοτικότητας τοῦ γάμου καί ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ λόγω ἐπαναστατικῶν μεταβολῶν πού συντελοῦνται καθημερινά. Ἡ μείωση τῆς γαμηλιότητας. Ἡ ἀνοχή ἤ, ἀκόμη περισσότερο, ἡ κοινωνική ἀποδοχή τῶν προγαμιαίων σεξουαλικῶν σχέσεων. Ἡ ἐξάλειψη τῶν προκαταλήψεων ὡς πρός τίς ἄγαμες μητέρες καί ἡ νομική προστασία τῶν ἐξώγαμων παιδιῶν, πού συνεχῶς αὐξάνουν. Ἡ αὔξηση τῶν διαζυγίων. Ἡ ἐπιθυμία τῶν γυναικῶν γιά αὐτονομία, κυρίως μεταξύ τῶν περισσότερο μορφωμένων καί οἰκονομικά ἀνεξάρτητων. Ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν γυναικείων ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων διαμορφώνεται ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς, στά πλαίσια τοῦ ὁποίου ὁ γάμος δέν ἀποτελεῖ τό ἄλφα καί τό ὠμέγα τῆς ζωῆς τῆς γυναίκας καί ὁ ἔρωτας δέν συνδέεται πλέον μέ τόν γάμο <3>. Ὅλοι αὐτοί οἱ λόγοι —ἴσως καί ἄλλοι— συνετέλεσαν στήν ἐμφάνιση μορφῶν γάμου καί ὀργάνωσης τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, οἱ ὁποῖοι ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περί γάμου καί οἰκογένειας θεωροῦνται ἐκτροπές καί κατά τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας. «Μέ ποιμαντική διάσταση», ὅπως ἐλέχθη στή Δ.Ι.Σ. κατά τόν ὁρισμό τῶν θεμάτων <4>, θά ἐξετάσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία τέσσερα φαινόμενα ἐξαιρετικά ἐπίκαιρα γιά τήν ἑλληνική πραγματικότητα καί τά ὁποῖα παρουσιάζουν καί γιά μᾶς ἰδιαίτερο ποιμαντικό ἐνδιαφέρον : τόν πολιτικό γάμο, τή μονογονεϊκή οἰκογένεια, τήν ἐλεύθερη συμβίωση καί τόν λεγόμενο γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων. 1. Ὁ πολιτικός γάμος Ὅπως εἶναι γνωστό, μετά ἀπό ἕνδεκα αἰῶνες ἡ Πολιτεία ἐν ἔτει 1982 μέ τόν Νόμο 1250 καθιέρωσε τόν πολιτικό γάμο, ἀποδεχθεῖσα ἐν τέλει κάτω ἀπό τή σθεναρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τόν προαιρετικό χαρακτήρα του. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τόν Ἰανουάριο τοῦ 1982 ἀπευθύνθηκε μέ τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2309/21-1-1982 Ἐγκύκλιό της «Πρός τόν εὐσεβῆ ἑλληνικόν λαόν». Στήν ἐν λόγῳ Ἐγκύκλιο μεταξύ τῶν ἄλλων τονιζόταν : «Εἶναι ἀληθές, ὅτι δέν νοεῖται χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀνήκων εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί μή τηρῶν τήν διδασκαλίαν της καί μάλιστα τήν δογματικήν. Διά τοῦτο καί εἶναι σαφές ὅτι, ὁ τελῶν πολιτικόν γάμον, ὄχι μόνον δέν τελεῖ ἔννομον καί κανονικήν σύζευξιν κατά τήν τάξιν τῆς θρησκείας, ἀλλά καί καταπατεῖ δημοσίᾳ καί ἐνσυνειδήτως τήν περί τῶν 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἱ. Σύνοδος κρίνει ὅτι ὁ οὕτω συμπεριφερόμενος ἐκφράζει τήν θέλησιν καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐκπλήρωσίν της, ὅπως παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἀνήκων οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχεται Ἐκκλησίαν. Ἡ συνέπεια και εἰλικρίνεια ἐπιβάλλει ὁ τοιοῦτος νά παύσῃ καί τυπικῶς πλέον νά ἀνήκῃ εἰς τούς κόλπους της» <5>. Ἀκολούθησε ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2328 Ἐγκύκλιος τῆς Δ.Ι.Σ. τήν 20ή Ὀκτωβρίου 1982 μέ θέμα «Ποιμαντορική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν σχέσει μέ τόν Πολιτικόν Γάμον». Ἐπαινοῦσα ἡ Ἱ. Σύνοδος τούς Δημάρχους καί Κοινοτάρχες πού ἀρνήθηκαν νά τελέσουν Πολιτικούς Γάμους καί ἐπισημαίνουσα τήν πνευματική εὐθύνη ὅσων ἐκ τῶν δημοτικῶν ἀρχόντων ἐτέλεσαν πολιτικούς γάμους, κατέληγε συνιστώντας ἀορίστως πατρική ποιμαντική μέριμνα «διά τά ζεύγη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τά τελέσαντα πολιτικόν γάμον, ἵνα ταῦτα, μεταμελούμενα, τελέσωσι τόν θρησκευτικόν γάμον, διά νά ἐπανασυνδεθῶσι μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας» <6>. Ἡ ἄρνηση ὁρισμένων ἱερέων νά βαπτίσουν παιδιά πού προῆλθαν ἀπό γονεῖς πού συνῆψαν πολιτικό γάμο προκάλεσε τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2395/5-9-1984 Ἐγκύκλιο τῆς Δ.Ι.Σ. <7> ἡ ὁποία συνιστοῦσε τή βάπτιση αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι ἐλάχιστα πειστική. Καί, φυσικά, δέν ἀγγίζει τό ζήτημα πῶς θά ἀνατραφοῦν καί πῶς θά διαπαιδαγωγηθοῦν χριστιανικά τά παιδιά πού βαπτίσαμε, τά ὁποῖα ζοῦν καί διαπαιδαγωγοῦνται ἀπό γονεῖς πού γιά λόγους ἰδεολογικούς καί μέ πολύ φανατισμό (περί αὐτῶν ὁ λόγος) ἀντί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπέλεξαν τόν πολιτικό γάμο καί οὐσιαστικά ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2665 Ἐγκύκλιος τῆς 4ης Νοεμβρίου 1998 ἀντιμετωπίζει τό ζήτημα «Περί τῆς κηδεία
Φαινόμενα-«εκτροπές» ο πολιτικός γάμος, η μονογονεϊκή οικογένεια, η ελεύθερη συμβίωση & ο γάμος των ομοφυλοφίλων ------------------------------------------ Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ «Εκτροπές του οικογενειακού θεσμού εις την σημερινήν πραγματικότητα» «Τό θέμα πού μοῦ ἀνετέθη νά ἀναπτύξω ἐνώπιόν Σας ἀπό τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τούς Σεβασμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, μέλη τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 154ης Συνοδικῆς Περιόδου, πρός τούς ὁποίους ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν τιμή καί τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τήν ἐλαχιστότητά μου, ἔχει τόν τίτλο «Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα —νομικές, ἠθικές καί κοινωνικές προεκτάσεις». Ἅμα τῇ ἀναθέσει τῆς εἰσηγήσεως ἐπεδίωξα νά πληροφορηθῶ τί ἀκριβῶς κατά τόν καθορισμό τῶν θεμάτων ἐλέχθη στή σχετική συνεδρία τῆς Δ.Ι.Σ., προκειμένου νά προσπαθήσω νά ἀνταποκριθῶ ἀναλόγως. Ὁμολογῶ ὅτι τό ἀπόσπασμα Πρακτικοῦ τῆς σχετικῆς Συνεδρίας, τό ὁποῖο παρεκάλεσα νά μοῦ δοθεῖ καί μοῦ ἐστάλη, δέν μέ βοήθησε στήν ἀποσαφήνιση τῶν ζητουμένων τοῦ ἀνατεθέντος εἰς ἐμέ θέματος. Ὡς ἐκ τούτου ἡ προσέγγιση καί τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως διαμορφώθηκε μέ βάση τήν προσωπική ἐκ μέρους μου κατανόηση τοῦ θέματος. Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ὅρος «ἐκτροπές», συνήθης στή δική μας γλώσσα τῶν ἐκκλησιαστικῶν, εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο νά γίνει ἀποδεκτός εὐρύτερα. Αντίθετα, οἱ ὅροι πού χρησιμοποιοῦνται στήν Κοινωνιολογία τῆς σύγχρονης οἰκογένειας εἶναι ἐναλλακτικά πρός τή συμβατική οἰκογένεια σχήματα ἤ ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας <1>. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτῶν τῶν σχημάτων ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων μέ βάση τά κριτήρια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας περί γάμου καί οἰκογένειας εἶναι ἀσφαλῶς ἀρνητική. Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας δεδομένη. Ἡ σύγκρισή τους μέ τόν Χριστιανικό γάμο καί τή χριστιανική οἰκογένεια ὡς «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» <2>, ὅπως ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται, μᾶς ἐπιτρέπει τόν χαρακτηρισμό τους ὡς ἐκτροπές. Ὡστόσο, οἱ παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί ἀρνητικῶν φαινομένων καί καταστάσεων σήμερα σοκάρουν καί προκαλοῦν ἀντιδράσεις, διότι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων —ἀκόμη καί βαπτισμένοι χριστιανοί— ζοῦν καί σκέπτονται ἀγνοώντας τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς ἱερούς Κανόνες, γενικότερα τό ἦθος καί τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ» ἤ «ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας» στή σημερινή πραγματικότητα συνιστοῦν φαινόμενα τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἐκκοσμίκευση καί ἀποχριστιάνιση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν, κοινωνιῶν καί λαῶν ἐν τούτοις μέ ἕνα πλούσιο χριστιανικό παρελθόν. Αὐτό ἐν πολλοῖς ἰσχύει καί γιά τήν ἑλληνική κοινωνία. Οἱ λόγοι πολλοί καί διάφοροι. Βαθύτεροι, ἡ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ καί ἡ ἀντίληψη περί ἐλευθερίας ὡς δυνατότητας ἀπεριόριστων ἀτομικῶν ἐπιλογῶν. Ἡ θεοποίηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπομειώνει τήν ἠθική δέσμευση, τήν αἴσθηση τοῦ χρέους, τήν κοινωνική εὐθύνη, τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια ἀπό γεγονός κατ᾽ ἐξοχήν ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικός θεσμός θεμελιώδους σημασίας γίνεται, ὅλο καί περισσότερο, ἀτομική ὑπόθεση πού ἐντάσσεται στή σφαίρα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Ἡ πτώση τῆς δημοτικότητας τοῦ γάμου καί ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ λόγω ἐπαναστατικῶν μεταβολῶν πού συντελοῦνται καθημερινά. Ἡ μείωση τῆς γαμηλιότητας. Ἡ ἀνοχή ἤ, ἀκόμη περισσότερο, ἡ κοινωνική ἀποδοχή τῶν προγαμιαίων σεξουαλικῶν σχέσεων. Ἡ ἐξάλειψη τῶν προκαταλήψεων ὡς πρός τίς ἄγαμες μητέρες καί ἡ νομική προστασία τῶν ἐξώγαμων παιδιῶν, πού συνεχῶς αὐξάνουν. Ἡ αὔξηση τῶν διαζυγίων. Ἡ ἐπιθυμία τῶν γυναικῶν γιά αὐτονομία, κυρίως μεταξύ τῶν περισσότερο μορφωμένων καί οἰκονομικά ἀνεξάρτητων. Ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν γυναικείων ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων διαμορφώνεται ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς, στά πλαίσια τοῦ ὁποίου ὁ γάμος δέν ἀποτελεῖ τό ἄλφα καί τό ὠμέγα τῆς ζωῆς τῆς γυναίκας καί ὁ ἔρωτας δέν συνδέεται πλέον μέ τόν γάμο <3>. Ὅλοι αὐτοί οἱ λόγοι —ἴσως καί ἄλλοι— συνετέλεσαν στήν ἐμφάνιση μορφῶν γάμου καί ὀργάνωσης τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, οἱ ὁποῖοι ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περί γάμου καί οἰκογένειας θεωροῦνται ἐκτροπές καί κατά τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας. «Μέ ποιμαντική διάσταση», ὅπως ἐλέχθη στή Δ.Ι.Σ. κατά τόν ὁρισμό τῶν θεμάτων <4>, θά ἐξετάσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία τέσσερα φαινόμενα ἐξαιρετικά ἐπίκαιρα γιά τήν ἑλληνική πραγματικότητα καί τά ὁποῖα παρουσιάζουν καί γιά μᾶς ἰδιαίτερο ποιμαντικό ἐνδιαφέρον : τόν πολιτικό γάμο, τή μονογονεϊκή οἰκογένεια, τήν ἐλεύθερη συμβίωση καί τόν λεγόμενο γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων. 1. Ὁ πολιτικός γάμος Ὅπως εἶναι γνωστό, μετά ἀπό ἕνδεκα αἰῶνες ἡ Πολιτεία ἐν ἔτει 1982 μέ τόν Νόμο 1250 καθιέρωσε τόν πολιτικό γάμο, ἀποδεχθεῖσα ἐν τέλει κάτω ἀπό τή σθεναρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τόν προαιρετικό χαρακτήρα του. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τόν Ἰανουάριο τοῦ 1982 ἀπευθύνθηκε μέ τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2309/21-1-1982 Ἐγκύκλιό της «Πρός τόν εὐσεβῆ ἑλληνικόν λαόν». Στήν ἐν λόγῳ Ἐγκύκλιο μεταξύ τῶν ἄλλων τονιζόταν : «Εἶναι ἀληθές, ὅτι δέν νοεῖται χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀνήκων εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί μή τηρῶν τήν διδασκαλίαν της καί μάλιστα τήν δογματικήν. Διά τοῦτο καί εἶναι σαφές ὅτι, ὁ τελῶν πολιτικόν γάμον, ὄχι μόνον δέν τελεῖ ἔννομον καί κανονικήν σύζευξιν κατά τήν τάξιν τῆς θρησκείας, ἀλλά καί καταπατεῖ δημοσίᾳ καί ἐνσυνειδήτως τήν περί τῶν 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἱ. Σύνοδος κρίνει ὅτι ὁ οὕτω συμπεριφερόμενος ἐκφράζει τήν θέλησιν καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐκπλήρωσίν της, ὅπως παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἀνήκων οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχεται Ἐκκλησίαν. Ἡ συνέπεια και εἰλικρίνεια ἐπιβάλλει ὁ τοιοῦτος νά παύσῃ καί τυπικῶς πλέον νά ἀνήκῃ εἰς τούς κόλπους της» <5>. Ἀκολούθησε ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2328 Ἐγκύκλιος τῆς Δ.Ι.Σ. τήν 20ή Ὀκτωβρίου 1982 μέ θέμα «Ποιμαντορική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν σχέσει μέ τόν Πολιτικόν Γάμον». Ἐπαινοῦσα ἡ Ἱ. Σύνοδος τούς Δημάρχους καί Κοινοτάρχες πού ἀρνήθηκαν νά τελέσουν Πολιτικούς Γάμους καί ἐπισημαίνουσα τήν πνευματική εὐθύνη ὅσων ἐκ τῶν δημοτικῶν ἀρχόντων ἐτέλεσαν πολιτικούς γάμους, κατέληγε συνιστώντας ἀορίστως πατρική ποιμαντική μέριμνα «διά τά ζεύγη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τά τελέσαντα πολιτικόν γάμον, ἵνα ταῦτα, μεταμελούμενα, τελέσωσι τόν θρησκευτικόν γάμον, διά νά ἐπανασυνδεθῶσι μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας» <6>. Ἡ ἄρνηση ὁρισμένων ἱερέων νά βαπτίσουν παιδιά πού προῆλθαν ἀπό γονεῖς πού συνῆψαν πολιτικό γάμο προκάλεσε τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2395/5-9-1984 Ἐγκύκλιο τῆς Δ.Ι.Σ. <7> ἡ ὁποία συνιστοῦσε τή βάπτιση αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι ἐλάχιστα πειστική. Καί, φυσικά, δέν ἀγγίζει τό ζήτημα πῶς θά ἀνατραφοῦν καί πῶς θά διαπαιδαγωγηθοῦν χριστιανικά τά παιδιά πού βαπτίσαμε, τά ὁποῖα ζοῦν καί διαπαιδαγωγοῦνται ἀπό γονεῖς πού γιά λόγους ἰδεολογικούς καί μέ πολύ φανατισμό (περί αὐτῶν ὁ λόγος) ἀντί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπέλεξαν τόν πολιτικό γάμο καί οὐσιαστικά ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2665 Ἐγκύκλιος τῆς 4ης Νοεμβρίου 1998 ἀντιμετωπίζει τό ζήτημα «Περί τῆς κηδεία