
Μου το απήγγελλε συχνά, όταν ήμουν μικρή, η διευθύντρια του παρθεναγωγείου
Σμύρνης κα Κατίνα Μαντζαβίνου, που έμενε δίπλα μου και είχε έρθει και αυτή
όπως και ο πατέρας μου από τη Σμύρνη ως πρόσφυγας.
Κλεοπάτρα Καράμαλη – Βορριά
ΜΗΤΡΟΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ
Ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο
Σ’ ένα νησί χαρούμενος πηγαίνει ο Κωσταντίνος
γυναίκα παίρνει λυγερή, γλυκεία γαλανομάτα.
Σε μια γλάστρα εζούσανε σα γιασεμί και κρίνος
και έξη παιδάκια ο Θεός τους χάρισε δροσάτα.
Μα γίνηκε κατάμαυρο ο Χάρος χελιδόνι
και μιαν αυγή τη λυγερή πηγαίνει και λαβώνει.
Άλλη γυναίκα απ’ το νησί ο Κωσταντίνος παίρνει,
μια μαυρομάτα όμορφη και σπίτι του τη φέρνει.
Ήταν η νύφη άπονη ψυχή, καρδιά στριμμένη.
μπαίνει στη θύρα του σπιτιού με κεφαλή υψωμένη.
Εκεί τα έξη ορφανά θρηνούσαν μαζεμένα,
ήταν πολύ τα δύστυχα παιδάκια πικραμένα.
Τα σπρώχνει με το πόδι της και μπαίνει.
Δεν αφήνει ψωμί να φάνε, το νερό ολίγο τους τό 'δονε και λέγει
«Πείνα θά ’χετε και δίψα!».
Τους παίρνει τ’ άσπρα μαξιλαράκια τους,
το κάτασπρο σεντόνι και λέγει «Μέσα στ' άχυρα θα κείτεστε το βράδυ!»
Τους παίρνει τα κεράκια τους και λέγει «Στο σκοτάδι θα βρίσκεστε!».
Τα ορφανά δεν έχουν φως κανένα, «Πηγαίνετε τη μάνα σας να βρείτε
– Ξένη γέννα!»
Η μέρα σαν επέρασε το βράδυ, πολύ βράδυ,
συμμαζεμένα τα ορφανά εκλέγαν στο σκοτάδι
και τ’ άκουσε η μάνα τους από το μαύρο χώμα.
Γιατί μια ΜΑΝΑ και νεκρ