top of page

ΜΗΤΡΟΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ | Ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο


ΜΗΤΡΟΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ

Μου το απήγγελλε συχνά, όταν ήμουν μικρή, η διευθύντρια του παρθεναγωγείου

Σμύρνης κα Κατίνα Μαντζαβίνου, που έμενε δίπλα μου και είχε έρθει και αυτή

όπως και ο πατέρας μου από τη Σμύρνη ως πρόσφυγας.

Κλεοπάτρα Καράμαλη – Βορριά


 

ΜΗΤΡΟΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ

Ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο


Σ’ ένα νησί χαρούμενος πηγαίνει ο Κωσταντίνος

γυναίκα παίρνει λυγερή, γλυκεία γαλανομάτα.

Σε μια γλάστρα εζούσανε σα γιασεμί και κρίνος

και έξη παιδάκια ο Θεός τους χάρισε δροσάτα.


Μα γίνηκε κατάμαυρο ο Χάρος χελιδόνι

και μιαν αυγή τη λυγερή πηγαίνει και λαβώνει.

Άλλη γυναίκα απ’ το νησί ο Κωσταντίνος παίρνει,

μια μαυρομάτα όμορφη και σπίτι του τη φέρνει.


Ήταν η νύφη άπονη ψυχή, καρδιά στριμμένη.

μπαίνει στη θύρα του σπιτιού με κεφαλή υψωμένη.

Εκεί τα έξη ορφανά θρηνούσαν μαζεμένα,

ήταν πολύ τα δύστυχα παιδάκια πικραμένα.


Τα σπρώχνει με το πόδι της και μπαίνει.


Δεν αφήνει ψωμί να φάνε, το νερό ολίγο τους τό 'δονε και λέγει

«Πείνα θά ’χετε και δίψα!».


Τους παίρνει τ’ άσπρα μαξιλαράκια τους,

το κάτασπρο σεντόνι και λέγει «Μέσα στ' άχυρα θα κείτεστε το βράδυ!»


Τους παίρνει τα κεράκια τους και λέγει «Στο σκοτάδι θα βρίσκεστε!».

Τα ορφανά δεν έχουν φως κανένα, «Πηγαίνετε τη μάνα σας να βρείτε

– Ξένη γέννα!»


Η μέρα σαν επέρασε το βράδυ, πολύ βράδυ,

συμμαζεμένα τα ορφανά εκλέγαν στο σκοτάδι

και τ’ άκουσε η μάνα τους από το μαύρο χώμα.

Γιατί μια ΜΑΝΑ και νεκρή μπορεί ν’ ακούσει ακόμα!


Τα δάκρυα που έχυναν τα έρημα παιδιά της

στο φέρετρο της μπαίνανε, σταλάζαν στη καρδιά της

«Θεέ μου» λέγει «δεν μπορώ να πάω στα παιδιά μου»

και μπρος του γέρνει η κεφαλή της πεθαμένης χάμω

και τόσο τον παρακαλεί και τόσο του εδεήθη,

ώσπου ο εύσπλαχνος Θεός τον πόνο της λυπήθη

«Πήγαινε» λέγει «κι έρχεσαι πριν ξημερώσει πάλι.»


Στα γόνατά της η νεκρή σηκώθη αγάλι–αγάλι,

ο τάφος μισοάνοιξε μονάχος του και βγαίνει,

μα στέκεται να θυμηθεί ο δρόμος πού πηγαίνει.

Κινά στη χώρα, τα σκυλιά οπίσω της ουρλιάζαν,

την κεφαλή σηκώνανε και τη νεκρή κοιτάζαν.


Φτάνει στο σπίτι της. Εκεί στη θύρα ακουμπισμένη

την πιο μεγάλη κόρη της εβρήκε η πεθαμένη

«Πώς στέκει,ς κόρη μου γλυκιά» της λέει «μονάχη σου;»

«Πού είναι οι αδελφούλες σου, πού είναι οι αδελφοί σου;»


«Δεν είσαι 'σύ η μανούλα μου» της λέγει πικραμένα

«Είχα μανούλα γελαστή και ωραία σαν και μένα,

με μάγουλο τριαντάφυλλο και όψη χιονισμένη.

Εσύ έχεις πρόσωπο χλωμό και μοιάζεις πεθαμένη».


«Πώς θέλεις νά ’μαι όμορφη και γελαστή, μικρή μου,

όπου ο Χάρος κείτεται μερόνυχτα μαζί μου;»

«Πώς νά ’χω μήλο μάγουλο και όψη χιονισμένη,

που με σκεπάζει φέρετρο και τάφος με χλωμαίνει;»


Μπαίνει στο δώμα των παιδιών, τα βρίσκει τα καημένα

στο αχυρένιο στρώμα των, γυμνά και πεινασμένα,

το ξεσκισμένο φόρεμα του πρώτου διορθώνει,

χτενίζει ευθύς το δεύτερο, το τρίτο ανασηκώνει.


Χαϊδεύει το μικρότερο και το μωρό της πιάνει,

στην αγκαλιά της τό ’βαλε ωσάν να το βυζάνει

και εις την μεγαλύτερη γυρνώντας θυγατέρα

της λέγει «Πες του Κωσταντή να έρθει εδώ πέρα».


Σαν ήρθε κείνος, η νεκρή του λέει θυμωμένα

«Σου άφησα ψωμί για τα παιδιά και πεινασμένα τα βρίσκω.

Άσπρα σ’ άφησα χιονάτα μαξιλάρια

και τα παιδιά μου κείτονται επάνω στα χορτάρια.»


Τόσα κεριά παραίτησα για νά ’χουν φως το βράδυ

και τρομαγμένα βρίσκονται στο μαύρο το σκοτάδι.

Έχε το νου σου, Κωσταντή!» και της νεκρής το μάτι

φωσφόρισε στα σκοτεινά και έλαμψε κομμάτι.


«Οι θύρες» είπε «τ’ ουρανού ανοίξανε, χαράζει,

το μαύρο ορνίθι λάλησε και τ’ άσπρο με φωνάζει.

να μείνω περισσότερο δεν ημπορώ».


Τα ορφανά της κοίταξε, εστέναξε κι εχάθη.


Και από τότε ο Κωσταντής και η μητριά εκείνη

εδείχνανε στα έρημα παιδάκια καλοσύνη

κι όταν ακούγουν τα σκυλιά να ουρλιάζουν μες στο δρόμο


σηκώνονται με τρόμο


κι άσπρο ψωμί στα ορφανά εδίναν φοβισμένοι

γιατί ετρέμαν μη φανεί και πάλι η πεθαμένη.


Κατά το Δανικόν του Andersen ποίημα


Ο Αχιλλέας Παράσχος ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής.
Ο Αχιλλέας Παράσχος ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα



bottom of page