Αυτό το φθινόπωρο χαρακτηρίζεται από 2 μεγάλες δίκες: της Χρυσής Αυγής και των ανθρώπων που σκότωσαν τον Ζακ Κωστόπουλο.
Στην ουσία δικάζεται και στις 2 περιπτώσεις η ωμή βία, που προσπαθεί να φορέσει το προσωπείο της πολιτικής ιδεολογίας, της προστασίας της ιδιοκτησίας και άλλων χαριτωμένων εννοιών.
Μια βία που όπως όλες οι πράξεις ξεκινά από τη σκέψη, από τις πεποιθήσεις: δυστυχώς πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν είτε πως έχουν το δικαίωμα, είτε ακόμα χειρότερα πως «πρέπει» να καθαρίσουν την κοινωνία από οποιονδήποτε δεν τους αρέσει. Από οποιονδήποτε διαφέρει από εκείνους.
Η Χρυσή Αυγή ξέρουμε όλοι τι ήταν, ούτε που θέλω να το συζητήσω πλέον, έτσι κι αλλιώς απεφάνθη η Δικαιοσύνη για το ποιόν αυτής της οργάνωσης που από «πολιτική» μετονομάστηκε με μεγάλη αργοπορία σε «εγκληματική».
Όλα τα κανάλια, δε, ξαφνικά χαίρονται γι’ αυτήν την εξέλιξη, ενώ όσο η Χρυσή Αυγή ήταν στα «ντουζένια» της, καλούσαν τα μέλη της στις διάφορες «ενημερωτικές» εκπομπές τους να εκφράζουν απερίφραστα τις απεχθείς απόψεις τους, να απειλούν θεούς και δαίμονες και να βαράνε τις συνομιλήτριές τους on air.
Για το Ζακ Κωστόπουλο έχει επίσης γίνει μεγάλη κουβέντα, ίσως όμως μερικοί να μην γνωρίζουν ακόμα ακριβώς τι ήταν. Ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν λοιπόν ένας 33χρονος Έλληνας ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των οροθετικών ανθρώπων, αρθρογράφος και drag queen.
Ήταν ένας άνθρωπος από αυτούς που για κάποιον λόγο ονομάζουμε «διαφορετικούς», τα μέλη, δε, της Χρυσής Αυγής και οι όμοιοί τους θα τον ονόμαζαν «ανώμαλο» -ενώ αυτοί είναι οι «ομαλοί», οι «φυσιολογικοί».
Ήταν ένας άνθρωπος που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν τις αντιδράσεις των συνανθρώπων του και τελικά βρήκε ένα φρικτό θάνατο ακριβώς από αυτούς.
Το δραματικό της υπόθεσης δεν είναι μόνο πως αυτοί οι «συνάνθρωποι» έδρασαν όπως έδρασαν, δεν είναι πως δεν ένιωσαν ούτε λεπτό τύψεις γι’ αυτήν τους την πράξη, δεν είναι καν πως θεωρούν πως δικαίως έκαναν ό,τι έκαναν, εφόσον αυτό το «ανώμαλο» ον απείλησε την περιουσία τους (την οποία παρεμπιπτόντως δεν απείλησε).
Eίναι που εκείνες τις ημέρες στο διαδίκτυο, αλλά και δια ζώσης, ο δημόσιος διάλογος γινόταν επί ίσοις όροις: οι μισοί Έλληνες έφριτταν και οι άλλοι μισοί έλεγαν «Καλά του έκαναν»!
Προσωπικώς αυτό που με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα είναι οι σκέψεις, οι πεποιθήσεις –που πάντα όπως είπαμε μεταφράζονται αργά ή γρήγορα σε πράξεις: οι σκέψεις της αυτοδικίας, της εθνικής, φυλετικής, πνευματικής και όποιας άλλης φαντασιακής υπεροχής, της ιδεολογικής επικράτησης του Έχειν πάνω στο Είναι κ.α.
Τις σκέψεις πρέπει να προσέχουμε, γιατί όπως έλεγε και η Κατερίνα Γώγου από την ανάποδη:
«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…»
Αλεξία Ηλιάδου