Ιστορίες που συντηρούν το «μύθο» της γειτονιάς, με αφορμή το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας

H έγκυρη έντυπη και ηλεκτρονική βρετανική εφημερίδα Guardian πρόσφατα συμπεριέλαβε Νέα Σμύρνη στις 10 καλύτερες γειτονιές της Ευρώπης προκαλώντας αίσθηση με την αμεροληψία, αλλά και την αισθητική της. Βέβαια για όσους έχουν ζήσει ή περάσει ένα διάστημα της ζωής τους στην ιδιαίτερη πραγματικά περιοχή μόνο εντύπωση δεν προκαλεί. Όσοι δεν την έχουν ζήσει σίγουρα την έχουν θαυμάσει και θα έχουν πιεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους καφέ στην πλατεία, την ωραιότερη ίσως της Αττικής, έστω κι αν μένουν μακριά της. Μια περιοχή που συνδυάζει την μπουρζουαζία με το προσφυγικό στοιχείο που κατάφερε κι επιβίωσε ή προσπαθεί να τα καταφέρει. Σε κάθε δρομάκι και κάθε στενό της υπάρχει μια ιστορία από πίσω. Αυτές οι ιστορίες συντηρούν το μύθο της Ν. Σμύρνης και σίγουρα δεν τις γνωρίζει η Guardian…
Απέναντι από το σπίτι μου, σύνορα Νέας Σμύρνης με Παλαιό Φάληρο, εκεί που πιο πέρα ξεκινούσε ο Βουρλοπόταμος στην παλιά Αμφιθέα, ήταν το μαγαζάκι του θρυλικού τσαγκάρη, του κυρ-Γιώργη του Βενετσάνου, που έφτιαχνε τις σκάρες των παπουτσιών των παικτών του Πανιωνίου στη δεκαετία του ’50. Συγγενής του ήταν το σέντερ-μπακ του Πανιωνίου, ο Αντώνης Βενετσάνος. Μιλάμε για την εποχή του Νίκου Πεντζαρόπουλου του «ήρωα του Τάμπερε» και του Θανάση Σαραβάκου, πατέρα του Δημήτρη Σαραβάκου! Ο περιώνυμος τσαγκάρης έκοβε σε λωρίδες το δέρμα, το κολλούσε στις σκάρες και κάρφωνε τα καρφιά με τέτοια μαεστρία που κανείς δεν τον έφτανε.
Όσο για το Δημήτρη Σαραβάκο θυμάμαι που μας έλεγε πιτσιρικάς, όταν παίζαμε βόλους στην αλάνα που ήταν ακριβώς δίπλα από το σπίτι μου πριν τα μέσα του ’70, ότι θα γίνει μεγάλος παίκτης. Ακροβολίζαμε πολλούς βόλους δίπλα δίπλα και τους σημαδεύαμε με άλλους βόλους στα χέρια από μακριά… Τότε ο «μικρός» ήταν κυριολεκτικά ο μικρός που μάζευε την μπάλα στο γήπεδο του Πανιώνιου όταν έβγαινε άουτ στα επίσημα παιχνίδια.

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ερχόταν σπίτι μας ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε άσος του Πανιωνίου, ο Θωμάς Μαύρος, 16 χρονών παιδί κι έπαιζε τότε βασικός στην ομάδα, για να τον γυμνάσει ο θείος μου ο Γιωργούλης (Γιώργος Νικολάου) που ήταν τότε πρωταθλητής στην άρση βαρών επί Μαρσέλλου. Στη μονοκατοικία μας, έμενε κάτω η γιαγιά η Όλγα, ο παππούς ο Κώστας και ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου δηλαδή. Ο Γιωργούλης είχε μετατρέψει το δωμάτιό του, που βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού, μόλις ανέβαινες τις σκάλες μέσα στον κήπο που ήταν ανθηρός -όπως έλεγε η Καλουτά στην ταινία «Καλώς ήρθε το δολάριο»- σε γυμναστήριο. Εκεί μαζί με το Μαύρο σήκωναν πέτρινα βάρη! Ήταν φίλοι και είναι μέχρι σήμερα, αλλά η φιλία τους τότε και η υποστήριξη του θείου στον Θωμά όταν έπαιζε με τα χρώματα του Πανιωνίου με έφερε για πρώτη φορά στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης! Το θυμάμαι τότε γεμάτο. Πρέπει να ήταν το ματς που κερδίσαμε 1-0 τη Λάρισα.
Μια άλλη φορά σ’ έναν αγώνα του Πανιώνιου κάποιος έβρισε τον Μαύρο… τότε σάλταρε ο θείος μου από την κερκίδα, ψηλά όπου καθόμασταν και σαν να «πέταξε» ως κάτω, όπως ο Σούπερμαν, τιμωρώντας όσους τον έπιασαν στο στόμα τους. Για κάμποση ώρα έμεινα μόνος, αλλά δεν με ένοιαζε, ένοιωθα σαν το σπίτι μου κι ας ήμουν 5 χρονών το 1972…
Η γιαγιά μου η Όλγα ήταν πρόσφυγας από το άσημο τότε Σότσι της Ρωσίας που εδώ και αρκετά χρόνια έχει γίνει ένα λαμπρό θέρετρο. Δυναμική γυναίκα. Αλεξιπτωτίστρια. Σπάνια συναντά κανείς στη ζωή του αλεξιπτωτίστρια. Το έλεγε η ψυχή της. Ήρθε στη Ελλάδα το 1938 στο προσφυγικό κύμα κι έμεινε αρχικά στην Καλλιθέα. Εκεί γνώρισε τον παππού μου που σπούδαζε πολιτικός μηχανικός και παντρεύτηκαν. Πήρε ένα οικόπεδο στη νεόδμητη τότε περιοχή και άρχισε να χτίζει το σπίτι σιγά-σιγά ο παππούς ώσπου εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σμύρνη στο δικό τους σπίτι πια το 1940. Ο παππούς έχτισε στα τέλη του 60 τον πάνω όροφο, προίκα στη μάνα μου όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου…