
Κάτι λιγότερο από 100 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο πρώτος κάτοικος της Νέας Σμύρνης εγκαταστάθηκε στον υπό ανέγερση συνοικισμό των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Η ανάπτυξη του προαστίου υπήρξε έκτοτε ξέφρενη.
H Νέα Σμύρνη υποτίθεται πως έχει σήμερα πληθυσμό 72.549 κατοίκων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 2021. Οι δημότες είναι 72.853 (Άνδρες: 33.642, Γυναίκες: 39.211), ενώ το 2011 ήταν 73.076. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί, ξεπερνά πλέον τις 100.000 κατοίκους, απλώς οι υπόλοιποι κάτοικοι δεν είναι δημότες Νέας Σμύρνης.
Η έκτασή της ανέρχεται σε 3,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τις αστικές πολυκατοικίες της να είναι ο απόλυτος αρχιτεκτονικός πρωταγωνιστής.
Όμως κάτι λιγότερο από 100 χρόνια νωρίτερα, η Νέα Σμύρνη δεν ήταν παρά μια αγροτική έκταση, όπου διέθεταν μεγάλες ιδιοκτησίες Αθηναίοι, κυρίως από την Πλάκα αλλά και από το γειτονικό Μπραχάμι (Άγιος Δημήτριος).
Νέα Σμύρνη: Η ιστορία της δημιουργίας της
Η δημιουργία του συνοικισμού της Νέας Σμύρνης ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920: μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή, η κυβέρνηση απαλλοτρίωσε εκτάσεις στην περιοχή για να στεγαστούν οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Έτσι άλλωστε πήρε το νέο προάστιο και το όνομά του.
Στις 14 Αυγούστου 1923 υπογράφηκε από τον Νικόλαο Πλαστήρα το νομοθετικό διάταγμα “Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γηπέδου παρά τη Λεωφόρο Συγγρού”, ενώ τον επόμενο χρόνο δημοσιεύτηκε το “Νέο Σχέδιο Αθηνών”, το οποίο περιλάμβανε τον “Αστικό συνοικισμό των εκ Σμύρνης προσφύγων”.

Τον Αύγουστο του 1924 άρχισε η διαδικασία για τη χάραξη των οικοπέδων και την ανέγερση του συνοικισμού. Πρώτος οικιστής του νέου προαστίου ήταν ο ξυλουργός Αλέξανδρος Βαπορίδης, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε σπίτι που κτίστηκε στο οικόπεδο 6 του οικοδομικού τετραγώνου 80 το 1926. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο δρόμος μπροστά στο σπίτι αυτό ονομάστηκε οδός Βαπορίδου προς τιμήν του πρώτου κατοίκου της Νέας Σμύρνης.
Η οδός Βαπορίδου υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Νέα Σμύρνη: πρόκειται για έναν μικρό δρόμο που ξεκινάει από