
Ο επί 20ετία δήμαρχος της πόλης μας Μπάμπης Μπεχλιβανίδης, ο οποίος το 2009 είχε ανακηρυχθεί μάλιστα Επίτιμος Δήμαρχος Νέας Σμύρνης πέθανε σήμερα 22/10/2016 σε ηλικία 88 ετών.
Η πόλη και οι πολίτες της Νέας Σμύρνης θα τον αποχαιρετίσουν την Δευτέρα 24 Οκτωβρίου και ώρα 14.00 στον Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Φωτεινής.
Η οικογένεια επιθυμεί αντί στεφάνου να ενισχυθούν οι σύλλογοι στήριξης παιδιών της Νέας Σμύρνης «Ηλιαχτίδα» και «Άγιος Πολύκαρπος».
Ακολουθεί κείμενο από ντοκυμαντέρ*, που είχε προβληθεί στην εκδήλωση βράβευσης του Μπάμπη Μπεχλιβανίδη το 2009:
«Κατάγομαι από γονείς πρόσφυγες, από τη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Τα πρώτα μου, νηπιακά χρόνια, τα πέρασα στις παράγκες των προσφύγων, στο Δουργούτι. Εκεί, πολύ μικρός, έζησα τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, και είχα τα πρώτα μου πολιτικά ακούσματα.
«Εσύ, πατέρα, είσαι βενιζελικός ή βασιλικός;» μικρό παιδί ρώτησα τον πατέρα μου κι εκείνος μου απάντησε τότε: «Εγώ, γιε μου, είμαι μπολσεβίκος».
Η κληρονομιά που πήρα απ' τους γονιούς μου και ιδιαίτερα από τη μάνα μου Σουλτάνα ήταν να μην ξεχάσω τις ρίζες μου και να διαγράψω από τη ζωή του δυό λέξεις: μίσος και εκδίκηση. Αντίθετα, αυτοί οι απλοϊκοί γονείς καλλιέργησαν σε μένα την δυνατότητα να κρίνω τους ανθρώπους με κατανόηση και να μπορώ να βρίσκω τα καλά τους.
Στη Ν. Σμύρνη μεγάλωσα, πήγα σχολείο, από 'δώ οργανώθηκα στην Αριστερά και στην παρανομία. Ήμουν ένα κομμάτι από τους ανθρώπους του λαού, γι' αυτό και τους καταλάβαινα και με καταλαβαίνανε.
Από 16 χρονών ήμουνα στην Αντίσταση, πέρασα πείνα, στρατοδικεία, φυλακές, ξύλο, εξορίες, κατοχή, δυστυχία, δεν ξέχασα τις ρίζες μου και τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που τους συναντούσα στα καφενεία. Θυμάμαι με τσιγκλάγανε να τους βρίσω, να τους τα πω, έτσι ώστε να με καταλάβουν και αποζητούσανε την παρέα μου, γιατί τους έλεγα την αλήθεια, όσο κι αν ήταν πικρή, όσο κι αν μας βάραινε όλους.
Έκανα στη Γυάρο, στη Λέρο, στον Ωρωπό, εξορία βέβαια, όχι διακοπές και γνώρισα το παιδί μου όταν ήταν 3,5 ετών. Σ' όλες αυτές τις ταλαιπωρίες γνώρισα τους ανθρώπους της Αριστεράς και γίναμε συνοδοιπόροι. Τον Θεοδωράκη τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1959 στο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Μόσχα, όπου πήρε και το βραβείο. Εδώ συμπορευτήκαμε στην Νεολαία της ΕΔΑ. Θυμάμαι το 1960 ήθελε να βάλει υποψηφιότητα για βουλευτής, αλλά δεν ήταν σε κανένα Δημοτολόγιο γραμμένος και ήταν αδύνατο. Τα καταφέραμε τότε και τον γράψαμε δημότη Ν. Σμύρνης και έτσι βγήκε βουλευτής. Στη συνέχεια «συγκατοικήσαμε» στον Ωρωπό.
Μετά απ όλ' αυτά, όπως όλοι τότε οι αριστεροί, δεν έβρισκα δουλειά, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, πάλεψα μόνος μου και σιγά-σιγά ορθοπόδησα.
Ολημερίς δούλευα και τις Κυριακές έπαιρνα τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου και πηγαίναμε κοντινές εκδρομές, κάνοντας πικ-νικ στις εξοχές. Μια μοναδική ευκαιρία, μια μέρα την εβδομάδα να τα χαρώ. Δεν είχα ιδιαίτερη μόρφωση, άλλοι ήταν πιο μορφωμένοι από μένα, αλλά είχα τη γνώση των ανθρώπων της ταλαιπωρίας, της σκληρής δουλειάς. Όταν άρχισα να προκόβω στη δουλειά μου -ήμουν εργολάβος οικοδομών-, μπορούσα να βγάλω πολλά λεφτά. Αλλά δεν ήταν αυτή η προτεραιότητά μου. Ειδικά όταν ανακατεύτηκα με τον Δήμο. Εκλέχτηκα για πρώτη φορά δημοτικός σύμβουλος στις 6 Απριλίου 1959. Θυμάμαι μια φορά ήρθε κάποιος για να μπορέσει να με βρει στο Δημοτικό Συμβούλιο, «να σου δώσω 600 χιλιάρικα για το διαμέρισμα», ο άνθρωπος ήταν ναυτικός και θά 'φευγε. «Βρε, δεν έχω απόδειξη εδώ πού 'ρθες, έλα αύριο»: «Από σένα δεν θέλω απόδειξη». Κάτι τέτοια ήταν για μένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή, από έναν απλό άνθρωπο, μα το ίδιο μεγάλη ανταμοιβή ήτανε για μένα και το γράμμα του Μανώλη Ανδρόνικου όταν τον είχαμε τιμήσει, εδώ στην Ν. Σμύρνη, σαν ένα άξιο τέκνο των χαμένων πατρίδων.
Όταν επρόκειτο να βγουν τα αποτελέσματα, 1975, αμέσως μετά την δικτατορία, γυρίζαμε στα εκλογικά τμήματα. Κάποια στιγμή πάω στο γραφείο του Μπακαμήτσου, για να μάθω τι βγήκε από την καταμέτρηση. Ήταν κι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος εκεί, και ο Δαδιώτης. Εκτός από μένα, τον άνθρωπο της Αριστεράς, ήταν υποψήφιος και ο αείμνηστος Παπαθανασίου, που είχε διατελέσει Δήμαρχος επί χούντας. Ο ηλικιωμένος στην ερώτησή μου απαντάει: «Τι τα θέλεις, καημένε, τα αποτελέσματα; Τώρα μείναμε μεταξύ του Χίτλερ και του Στάλιν». «Δεν είναι έτσι» του απαντώ «οι σύμμαχοι, θυμήσου, πήγανε με τον Στάλιν». Κι έφυγα. «Ποιος είν’ αυτός;» ρώτησε τον Δαδιώτη κι αυτός του αποκρίθηκε: «Ο Στάλιν».
Τελικά, απίστευτο για το '75, εκλέχτηκε «ο Στάλιν» και με το που πάω στο Δημαρχείο, συναντά