top of page

Γενοκτονία Αρμενίων: Το ίχνος της στη Νέα Σμύρνη


Στην κεντρική είσοδο της πόλης της Νέας Σμύρνης, εντός της πλατείας Χρυσοστόμου Σμύρνης και ανάμεσα στα άλλα γλυπτά του πάρκου εθνικής ή μικρασιατικής μνημοσύνης, βρίσκεται το Ηρώο των Αρμενίων, η Καμπάνα, αφιερωμένο στη γενοκτονία του αρμενικού λαού. Έργο του γλύπτη Βάσου Καπάνταη (1924-1990), το οποίο αποκαλύφθηκε στον δημόσιο χώρο τον Απρίλιο του 1979.


Το ίχνος της Γενοκτονίας των Αρμενίων στη Νέα Σμύρνη

Περιγραφή του μνημείου


Στο μνημείο συνδυάζονται δύο υλικά, ο ορείχαλκος και η πέτρα. Από ορείχαλκο είναι κατασκευασμένη η καμπάνα, οικουμενικό πολιτισμικό σύμβολο, το οποίο οικειώνεται το Αρμενικό ζήτημα ως θεματολογία με την επιλογή επιστεγάσματος-ομοιώματος τρούλου αρμενικής εκκλησίας στη θέση του δεσίματος της καμπάνας. Το σώμα της καμπάνας εμφανίζεται ταλαιπωρημένο, βασανισμένο. Φέρει μικρότερες και μεγαλύτερες οπές και σχισμές. Επάνω στην καμπάνα αγγέλλεται στα αρμενικά η φράση: Καμπάνες ηχήστε, εμείς δεν πέσαμε, υπάρχουμε ακόμη. Η σύνθεση συμπληρώνεται από σπαθί μισοβγαλμένο από το θηκάρι του, προσαρμοσμένο πλαγίως επί της καμπάνας.


Η Καμπάνα είναι τοποθετημένη πάνω σε ακατέργαστη πέτρα στην οποία στα ελληνικά είναι γραμμένη η φράση ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΑΓΩΝ. Επί της οριζόντιας επιφάνειας της πέτρας, στην αρμενική γλώσσα αναγράφεται: Στην μνήμη των Μαρτύρων του Αρμενικού Λαού, στην δόξα και τους αγώνες των Ηρώων του χθες και του μέλλοντος, το μνημείο αυτό έστησαν οι Αρμένιοι της Ελλάδος στην φιλόξενη ελληνική γη τον Απρίλιο του 1979. Το “Μνημείο της Καμπάνας”, όπως έχει κυριαρχήσει να αναφέρεται, επιλέγει την εγγύτητα στη θέαση του, ενεργοποιώντας τη συμπάθεια στον θεατή και τη μετοχή στο τραυματικό γεγονός της γενοκτονίας του αρμενικού λαού. 


Το ιστορικό γεγονός-πρόβλημα


Η γενοκτονία των Αρμενίων αναφέρεται ως η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα. Ημέρα μνήμης της έχει οριστεί συμβολικά η 24η Απριλίου. Στις 24 Απριλίου του 1915 απαγχονίζεται η ηγεσία των Αρμενίων της Πόλης και χιλιάδες Αρμένιοι εκτοπίζονται από αυτήν βίαια, αν και το πρώτο κύμα ομαδικών σφαγών πρέπει να αναζητηθεί το 1895-6 επί Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Σε αυτόν αποδίδεται η φράση: “Ο μόνος τρόπος να απαλλαγούμε από το αρμενικό ζήτημα είναι να απαλλαγούμε από τους Αρμενίους”.


Αυτό το πρώτο κύμα σφαγών έρχεται ως απάντηση στη φιλελευθεροποίηση των πιο δυναμικών στοιχείων της αρμενικής κοινότητας της Πόλης και στη σταδιακή μετατροπή των Αρμενίων από χριστιανική κοινότητα σε έθνος που ζητά μεταρρυθμίσεις εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αρμενικό πρόβλημα θα απασχολήσει και το συνέδριο του Κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” το 1908 στη Θεσσαλονίκη, όπου θα αποφασιστεί και η λύση του εκτουρκισμού ή της εξόντωσης των Αρμενίων. Η ιστορική διάθλαση της παραπάνω απόφασης εξηγεί τις μαζικές σφαγές αμάχων που ακολουθούν και την εκτόπιση των Αρμενίων από τις περιοχές της “ιστορικής Αρμενίας”.


Το ιστορικό γεγονός της γενοκτονίας μετατρέπεται σε καταλυτικό τραυματικό γεγονός που κινητοποιεί τη μνήμη, οικοδομεί το παρελθόν και το παρόν, λειτουργεί αυτοπροσδιοριστικά για τον αρμενικό λαό ως έθνος. Έθνος το οποίο συγκροτείται σε δύο ανταγωνιστικά κέντρα μέσα στον 20ο αιώνα. Τη Διασπορά από την μία, με παρουσία στον Λίβανο, τη Γαλλία, τη Βόρεια Αμερική κ.α. και με εγγυητή της ενότητας την Αρμένικη Εκκλησία και το Πατριαρχείο του Λιβάνου. Την κρατική δομή εντός της Ε.Σ.Σ.Δ., από την άλλη, η οποία λειτουργεί καθηλωτικά σε όποια παραπέρα διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Αρμενίων. Γεγονός που θα αλλάξει με τη δημιουργία της ανεξάρτητης Αρμενίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990.  


Ο τρόπος της ιστορικής μνήμης μέσα στον τόπο


Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 θα στηθεί ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης, στην αρχή της πλατείας. Η νέα πόλη εγκολπώνεται ως ιδρυτικό μύθο της τη Σμύρνη του 1922, αναζητώντας στο πρόσωπο του τελευταίου Μητροπολίτη το απαιτούμενο ηθικό και λυτρωτικό από τον ξεριζωμό “πλεονέκτημα”. Το σύνολο των μνημειακών παρεμβάσεων επικεντρώνονται σε επιφανείς άνδρες με ελάχιστη ή μικρή σύνδεση με τα ζητήματα του Εθνικού Διχασμού ή όποιας υπαιτιότητας στην καταστροφή του 1922. Την ίδια περίοδο, στο τέλος του πάρκου οικοδομείται το μέγαρο της Εστίας Νέας Σμύρνης. Στη ζωγραφική προμετωπίδα που καλύπτει όλη την έκταση της κεντρικής εισόδου, καλλιγραφείται η τρισχιλιετής πορεία του Ελληνισμού από την αρχαία Ιωνία ως τη Νέα Σμύρνη, η οποία και παρουσιάζεται ως τελεολογικό κατόρθωμα, υπηρετώντας τις ανάγκες της κυρίαρχης ιδεολογίας του εκσυγχρονισμού. 


Η μεταπολίτευση και η εκλογή στην δημαρχία του προερχόμενου από την Αριστερά Μπάμπη Μπεχλιβανίδη (1929-2016) ενισχύει την γραμμική αφήγηση “από την καταστροφή στην δημιουργία”. Επιβάλλοντας όμως μια σημαντική αλλαγή: την είσοδο στην ιστορική αφήγηση των προσφυγικών μαζών με την επιλογή της δημιουργίας μνημείων σχετικά με τον ξεριζωμό. Τα μνημεία αυτά καταλαμβάνουν έναν ενιαίο αναστοχαστικό χώρο του τραύματος. Σε αυτήν τη διαδικασία “εκδημοκρατισμού” του δημόσιου χώρου εντάσσεται η δημιουργία της “Καμπάνας των Αρμενίων” μαζί με τα “Μικρασιατικά Παράλια”, τις “Γυναίκες της Περγάμου”, τις “Κυδωνιές”, τους “Προσκόπους του Αϊδινίου”, τον “Ακρίτα του Πόντου”. Η ιστορική μνήμη, ως ο ιδεολογικός βραχίονας του αιτήματος εκσυγχρονισμού της αστικής τάξης, εμπλουτίζεται ανταγωνιστικά από τις μνημειακές εκφράσεις των συλλογικών ταυτοτήτων και από την αναμέτρηση με τον καημό των χαμένων πατρίδων, τις οποίες η πολιτική δημοτική λειτουργία προσπαθεί να εκφράσει ενοποιητικά.


Δια χειρός και πνεύματος Καπάνταη


Καπάνταης

Η πολιτική βούληση του δημάρχου Μπεχλιβανίδη επενδύει καθ' ολοκληρίαν το όραμα του στον εκ Περγάμου καταγόμενο και γεννηθέντα στην Μυτιλήνη δύο χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, γλύπτη Βάσο Καπάνταη.


Έργο του οποίου είναι η μνημειακή μεταμόρφωση στο πάρκο μικρασιατικής μνημοσύνης. Ο ίδιος αυτοβιογραφούμενος αποκαλύπτεται: “Είναι ήδη πολύ, ευτυχώς, να είσαι Ίων, από πρόσφυγες γονείς του 1922, να είσαι γλύπτης και πολίτης του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων, να είσαι πατέρας γιου και σύζυγος γυναίκας, να έχεις σπίτι και αυλή και δέντρα και σκύλους και πουλιά ελεύθερα στα δέντρα, να έχεις φίλους και Θεό και ελπίδα για ειρηνική παλιννόστηση στη γη των προγόνων.


Η νοσταλγία, η αργόσυρτη κυκλική λειτουργία της μνήμης που επιμένει να επενδύσει με βίωμα και με τρόπο εμπράγματο να νοηματοδοτήσει τη ζωή, κανοναρχεί την ύπαρξη και το δημόσιο έργο του Καπάνταη, εισάγοντας στη θεματική αυτού την αναζήτηση του τόπου. Η ασάφεια της ιερής μνήμης στο έργο του, η οποία όσο εύκολα αποκωδικοποιείται, άλλο τόσο εύκολα αποστασιοποιείται της ερμηνείας, επιτρέπει στο συλλογικό σώμα της κοινότητας τον ενεργητικό αναστοχασμό. Στην περίπτωση της “Καμπάνας”, η διαστολή του νοήματος της μνήμης θα επενδυθεί από μια μακρά διαδικασία διαλογικής αναζήτησης μορφής και συμβολισμών μεταξύ του γλύπτη και της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής Ελλάδας.


Η αφήγηση πριν το μνημείο


Την επιθυμία της αρμενικής κοινότητας για την δημιουργία μνημείου θα μεταφέρει στον δήμαρχο Νέας Σμύρνης ο δημοσιογράφος Χοβσέλ Μπαραζιάν (1949-2019). Οι δύο τους συνδεόταν με προσωπική φιλία. Ο Μπάμπης Μπεχλιβανίδης θα αντιμετωπίσει πολύ θετικά το αίτημα. Υιοθετεί την ιδέα για ένα μνημείο που θα αναφέρεται στην αρμένικη γενοκτονία και αναλαμβάνει την ευθύνη αναζήτησης του σημείου τοποθέτησης και την κάλυψη των εξόδων.


Σημαντική μαρτυρία προσφέρει ο Γιώργος Κουτελάκης αναφερόμενος στην ιδιαίτερη σχέση του δημάρχου με το αρμενικό στοιχείο: “Ο Μπεχλιβανίδης μεγάλωσε σε μια περιοχή της Άνω Νέας Σμύρνης, συγκεκριμένα στην οδό Σινώπης, η οποία ήταν στις παρυφές μιας γειτονιάς της πόλης, που ονομαζόταν «τ’ αρμένικα» (…) εκεί κατοικούσαν πολλοί Αρμένιοι (…) θεωρώντας ότι υπήρχε μια όσμωση και στην Σμύρνη μεταξύ του ελληνοχριστιανικού στοιχείου με τους αντίστοιχους Αρμένιους της Σμύρνης και θεωρώντας ότι πρώτη γενοκτονία ήταν εκείνη των Αρμενίων, μετά ήρθε η σειρά των Ποντίων και μετά των Ελλήνων της Μικρασίας, θεωρούσε ότι όλα αυτά αποτελούν μια κοινή μοίρα. Η οποία σφραγίστηκε από ένα κοινό αντίπαλο”.


Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τον αντιθετικό χαρακτήρα της σχέσης των δύο κοινοτήτων, Ελλήνων και Αρμενίων, στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτός υποδαυλιζόταν από την Οσμανική διοίκηση. Γεγονός που αντικαθρέφτιζε τις διεκδικήσεις των δύο ανταγωνιστικών Πατριαρχείων, του Οικουμενικού και του Αρμενικού, και των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών επιδιώξεων των “μιλλέτ” που εκπροσωπούσαν. Σχέση που κληροδοτεί και στον 20ο αιώνα δυσμενή στερεοτυπικά πρότυπα ανάμεσα στους πρόσφυγες πρώτης γενιάς. Σχέση όμως που ανατρέπεται από την αντίληψη της “κοινής μοίρας”, από ένα άχθος ψυχικό που γίνεται πιο ελαφρύ όταν κοινωνείται. “Κοινή μοίρα” που οδηγεί σε νέες ιστορικές αναγνώσεις και σε νέες μορφές διεκδίκησης απέναντι στο τουρκικό κράτος που δεν αναγνωρίζει τη γενοκτονία, επιχειρεί να αναθεωρήσει τα γεγονότα, εμφανίζεται ακόμα και σήμερα απειλητικό. Η πολιτική λειτουργία της “κοινής μοίρας” αποτυπώνεται στον μνημειακό χώρο, ο οποίος με τη σειρά του σημαίνει από εδώ και πέρα αυτήν την σχεσιακή δυναμική. 


Η δημιουργία του μνημείου


Η απόφαση για τη μορφή του μνημείου θα αποτελέσει προϊόν συνεργασίας του Καπάνταη με την Αρμένικη Εθνική Επιτροπή Ελλάδας. Θα υπάρξουν πολλές ιδέες, ο γλύπτης θα ενδιαφερθεί ιδιαίτερα να μάθει για την ιστορία, την κουλτούρα, τις συνήθειες του Αρμενικού λαού. Αντιγράφουμε: “(ο Καπάνταης) προσπαθούσε να αποφύγει την ιδέα μιας αφηρημένης προσέγγισης. Ίσως επειδή είχε στο μυαλό του κάτι πιο συγκεκριμένο. Όταν μιλήσαμε μου λέει: 'Θα φτιάξω μια καμπάνα'. Τον κοίταξα. Μου λέει: 'Θα είναι έτοιμη έτσι όπως είναι να την πάρει κανείς από εκεί και να την πάει στην αρμένικη εκκλησία των χαμένων αρμενικών εδαφών και να την βάλει στην θέση της'"


Η ένσταση στην πρώτη μακέτα που παρουσιάζει ο γλύπτης έχει να κάνει με την έλλειψη του τραύματος. Εκεί ο Καπάνταης θα εμφανίσει την ιδέα των οπών και των εγκοπών επάνω στην καμπάνα και ο ίδιος θα αποφασίσει να ντύσει την καμπάνα με τον χαρακτηριστικό αρμένικο τρούλο, τον “κούκο”, όπως ο ίδιος έλεγε. Η επιτροπή θα ζητήσει το μνημείο να μην ιστορεί μόνο το πένθος αλλά να καταφέρει να εκφράσει και την αποφασιστικότητα του αρμενικού λαού για τη δικαίωση του. Γεγονός που θα αποτυπωθεί με την αποδοχή από τον γλύπτη της προσαρμογής επί του σώματος της καμπάνας του σπαθιού.


Ο Καπάνταης θα αποφασίσει να στεριώσει την καμπάνα πάνω σε ένα ακατέργαστο κομμάτι πέτρας, στο οποίο κυριαρχεί η χαραγμένη φράση ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΑΓΩΝ, ενισχύοντας τον διττό χαρακτήρα της συμβολικής γλώσσας του μνημείου, επιδιώκοντας τον τόνο να τον δίνει η μαχητικότητα μάλλον παρά το πένθος. Επιλογή που ταυτολογικά δίνει διέξοδο σε μια άγονη συλλογική διαδικασία πένθους, συμφιλιώνει με την απώλεια και μετατρέπει τον τόπο σε εξαγνιστικό σημείο. Η μαχητικότητα αποκαλύπτεται ως ψυχική λυτρωτική λειτουργία στο τραυματικό αδιέξοδο που δημιουργεί η μη αναγνώριση της Γενοκτονίας από τον θύτη και η οποία μετά την δεκαετία του 1990 πορεύεται μαζί με το αίτημα της εδαφικής ολοκλήρωσης του κράτους της Αρμενίας.


Η τελετή των αποκαλυπτηρίων


Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου θα γίνουν στις 14 Απριλίου 1979, παρουσία χιλιάδων κόσμου και σε κλίμα έντονης συγκίνησης. Ο χώρος ήταν στολισμένος με ελληνικά σημαιάκια ενώ το μνημείο ήταν καλυμμένο με μία αρμενική σημαία. Γύρω από το μνημείο υπήρχε τιμητικό άγημα του σώματος Αρμενίων προσκόπων. Ο δήμαρχος της Νέας Σμύρνης στην ομιλία του θα επικεντρωθεί στην καταλληλότητα του χώρου για την φιλοξενία του μνημείου. Αυτός θα κάνει και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, την ώρα που περιστέρια θα αφεθούν στον ουρανό. Ο πρόεδρος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής θα καταθέσει στεφάνι στη μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας. Παρούσα θα είναι και η ηγεσία της Αρμένικης εκκλησίας στην Ελλάδα, ενώ θα τελεστεί αγιασμός. Το γεγονός θα καλυφθεί από τον τύπο της αρμένικης διασποράς και εκτός Ελλάδας. Από τότε και στο εξής καθιερώνεται κάθε χρόνο να τελείται επιμνημόσυνη δέηση στο σημείο του μνημείου, στην μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας των Αρμενίων.


Το ίχνος της Γενοκτονίας των Αρμενίων στη Νέα Σμύρνη

Η ετήσια αναμνηστήρια τελετή


Κάθε χρόνο στις 24 Απριλίου, στον χώρο του πάρκου μικρασιατικής μνημοσύνης και μπροστά από το μνημείο της γενοκτονίας τελείται επιμνημόσυνη δέηση με την οργανωτική ευθύνη της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής Ελλάδας. Συνήθως το μνημείο στολίζεται από λουλούδια, και τις σημαίες των χωρών Ελλάδας και Αρμενίας. Από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αρμενίας και μετά, παρουσία δηλώνει ο πρέσβης της χώρας καθώς και τιμητικό άγημα της σχολής Ευελπίδων, στην οποία φοιτούν και Αρμένιοι με σχετική διακρατική συμφωνία. Παρουσία έχουν δημοτικοί σύμβουλοι της Νέας Σμύρνης, περιφερειακοί σύμβουλοι και ελληνικά κόμματα, τα οποία όμως δεν παίρνουν τον λόγο. Η κύρια ομιλία γίνεται από τον ή την εκάστοτε πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής.


Κοινό σημείο στους λόγους είναι η υπενθύμιση του χρέους της παρουσίας κάθε χρόνο στην τελετή και η μαχητική προσήλωση στον αγώνα να αναγνωρίσει ο θύτης Τουρκία την γενοκτονία. Η επικαιροποίηση του λόγου, στον οποίο κυριαρχεί το συναίσθημα αντιστοίχως και με τους χιλιάδες συγκεντρωμένους, αναφέρεται στον διεθνή αγώνα της Διασποράς για την αναγέννηση του Αρμενικού λαού πέρα από το συλλογικό τραύμα. Βεβαίως και με τις όποιες εξελίξεις στο ανεξάρτητο αρμενικό κράτος. Σε κοντινή ημερομηνία με το μνημόσυνο προγραμματίζεται και πορεία διαμαρτυρίας προς την τουρκική πρεσβεία.


Η ετήσια αναμνηστήρια τελετή δικαιώνει τον διπλό συμβολισμό του μνημείου. Αυτόν της οδύνης και της μαχητικότητας ταυτόχρονα. Επί του ισχυρού συναισθήματος ανασυντάσσεται στον χρόνο το κεντρικό αφήγημα της κοινότητας, επανακαθορίζοντας την ενότητά της σε στόχους πάλης, όπως π.χ. την πνευματική αναγέννηση του Αρμενικού λαού και παρέχοντας τα εχέγγυα για την κινητοποίησή της όταν χρειάζεται.


Στο μνημείο αποδίδει φόρο τιμής με κατάθεση στεφάνου όποιο πολιτειακό ή πολιτικό πρόσωπο της Αρμενίας επισκέπτεται επίσημα την Ελλάδα. Σημαίνοντας την κοινή πορεία και τους άρρηκτους δεσμούς του αρμενικού κράτους και της Διασποράς. Χρησιμοποιείται και για έκτακτες εκδηλώσεις της κοινότητας των Αρμενίων, όπως συνέβη και με τον πρόσφατο πόλεμο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επιβεβαιώνοντας το ρόλο του ως “σημείο αναφοράς” για τον αρμένικο λαό.


Αντί επιλόγου


Στην ταινία «Αντρέι Ρουμπλιώφ» του Ταρκόφσκι, η τελευταία σεκάνς είναι αφιερωμένη στην αγωνιώδη προσπάθεια χύτευσης μιας Καμπάνας. Στη δυστοπία της αποκαμωμένης από λοιμό ρωσικής υπαίθρου, το έργο αναλαμβάνει ο ανήλικος γιος του νεκρού αρχιμάστορα, ενώ δεν έχει μείνει στη ζωή κανείς από το συνεργείο. Την ημέρα δοκιμής της Καμπάνας μαζεύονται με πολλές ελπίδες όσοι ζωντανοί. Η Καμπάνα ηχεί και αυτό σημαίνει την έναρξη μιας πραγματικής έκρηξης χαράς του πλήθους που μετατρέπεται σε ζώσα κοινότητα ξανά. Η ταινία τελειώνει με το λυτρωτικό κλάμα του παιδιού.


Η μνήμη ως αισθησιακή κατηγορία δεν υποστασιάζεται απλώς σε αντικείμενα. Μπορεί και σημαίνει το ιστορικό γεγονός, ανακαλεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την αδιαφόρετη μάζα, της δίνει μορφή, ενεργεί ιστορικά. Μπορεί και αισιοδοξεί αντιστεκόμενη στη λήθη της βαρβαρότητας και του νιχιλισμού. Στον βαθμό που ένα μνημείο αφιερωμένο στην πρώτη Γενοκτονία του 20ου αιώνα καταφέρνει να κινητοποιήσει με τέτοιο τρόπο τις αισθήσεις, κρίνεται αναγκαίο.


 
 
bottom of page