top of page

«Χρηματιστικοποίηση» της κατοικίας

Έγινε ενημέρωση: 12 Απρ 2023


«ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Φωτο: Γιάννης Μπεχράκης

Πριν από 5 χρονιά αποφάσισα να σπουδάσω στην Αθήνα και είχα μπει στη διαδικασία να ψάχνω σπίτι, που μου είχε φανεί παιχνιδάκι σε σύγκριση με την αντίστοιχη αγορά στο Βερολίνο. Φαστ φοργουορντ στο σήμερα κι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική· η Αθήνα βρίσκεται πλέον στη παρέα των μεγάλων παιδιών μαζί με το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Βαρκελώνη, τη Νέα Υόρκη κ.τ.λ. Βρίσκεται δηλαδή στη διαδικασία να είναι όλο και λιγότερο πόλη, και να γίνεται όλο και περισσότερο προϊόν και επενδυτικό χαρτοφυλάκιο.


Φτάνει να κάνει κανείς μια βόλτα στο κέντρο για να αφουγκραστεί την ένταση γύρω από τον «σφετερισμό» του αστικού τοπίου από τους κατοίκους και τους μικροϊδιοκτήτες και την άνευ όρων παράδοσή του στην Αγορά (διάβαζε: παγκόσμια κεφάλαια μυθικών διαστάσεων). Η κοινωνιολογική και οικονομική κριτική σε αυτή τη διαδικασία προέρχεται ως επί το πλείστον από αναλυτικά εργαστήρια με αριστερό πρόσημο που χρησιμοποιούν το κάπως σκουριασμένο ερμηνευτικό εργαλείο «εξευγενισμός» (gentrification). Θα ήθελα να εξηγήσω σύντομα γιατί αυτό το ερμηνευτικό εργαλείο είναι αφενός απαρχαιωμένο και αφετέρου αντιπροσωπευτικό μόνο ενός (μικρού) μέρους της πραγματικότητας.


Ο εξευγενισμός υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες στην κοινωνιολογική βιβλιογραφία και, για όσους δεν γνωρίζουν το περιεχόμενο του όρου, ουσιαστικά υποδηλώνει την διαδικασία όπου μια φτωχή αστική περιοχή γίνεται ελκυστική για τις ανώτερες τάξεις, ώστε να υπάρχει προοδευτικά μια ταξική (και συχνά και φυλετική) αντικατάσταση του πληθυσμού της περιοχής. Ανοίγουν νέες επιχειρήσεις, αρχίζουν οι κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις, βελτιώνονται οι συγκοινωνίες, γίνονται έργα εξωραϊσμού κ.τ.λ. Αν δεν φτάνει η οικονομική βία και ο ψυχολογικός τραμπουκισμός των μέσων μαζικής εξημέρωσης για να εκδιωχθούν οι κάτοικοι, τότε το κράτος αμολάει την αστυνομία για να επιβάλει και με φυσική βία την θέληση της Αγοράς.


Υπάρχουν διαφορετικά ιστορικά παραδείγματα εξευγενισμού αστικών περιοχών, π.χ. πολλές περιοχές του Ανατολικού Βερολίνου (παράδειγμα par excellence το Prenzlauer Berg) που μετά την πτώση του τείχους κατακλύστηκαν από Δυτικοβερολινέζους που είχαν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, ή τα ιστορικά κέντρα διάφορων ευρωπαϊκών πόλεων (Βενετία, Λισαβώνα, Πράγα κ.τ.λ.) που υφαρπάχθησαν από τους κατοίκους για να παραδοθούν στη βορά των τουριστικών ορδών (σε αυτές τις περιπτώσεις ο εξευγενισμός είναι σχεδόν συνώνυμος με την έννοια «τουριστικοποίηση»).


Κατά αυτήν την έννοια ο εξευγενισμός - όσο σκληρός και αν είναι στην απλή του μορφή- είναι σύμφωνος με την κλασική καπιταλιστική λογική και με τον τρόπο που γενικά ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χώρο (και τον χρόνο), δηλαδή σαν ένα ομοιόμορφο συνεχές που μπορεί να τμηθεί σε ανταλλάξιμα κομμάτια, που δεν διαφέρουν ποιοτικά μεταξύ τους, παρά μόνο ποσοτικά, δηλαδή ως προς την χρηματική τους αξία, και που η έννοια του ιερού έχει εξοβελιστεί, ώστε ο χώρος να γίνεται αντιληπτός μόνο ως κοσμικό μέγεθος. Υπό αυτήν την ιστορική του μορφή, ο εξευγενισμός είχε βέβαια σαρωτική επίδραση στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, όμως μοιάζει με φρόνιμο γατάκι σε σχέση με την λυσσασμένη τίγρη που λυμαίνεται τις σύγχρονες πόλεις (το μέγεθος της αγοράς του real estate παγκοσμίως ανέρχεται στα 3,69 τρις - περισσότερο από το ΑΕΠ όλων των κρατών της γης μαζί).


Το ότι ο ιστορικός εξευγενισμός δεν αρκεί εννοιολογικά για να ερμηνεύσει τα σύγχρονα φαινόμενα - και οι προσπάθειες να χωρέσει η πραγματικότητα σε τέτοια προκρουστικά καλούπια οδηγεί μόνο στον αναλυτικό ακρωτηριασμό της- θα έπρεπε να είναι σαφές από το γεγονός και μόνο ότι τελευταία δεν υπάρχει μια ευρεία νεοσυσταθείσα μεσαία τάξη, όπως συνέβη τη δεκαετία του ΄90· αντίθετα, αν μη τι άλλο η υπάρχουσα μεσαία τάξη σπρώχνεται σταδιακά σε συγχώνευση με το «πρεκαριάτο» (=νεοπρολεταριάτο). Επομένως πώς εξηγείται αυτή η μαζική, βίαια, και παγκόσμια διαδικασία που παίρνει τις διάφορες μορφές της ριζικής ανάπλασης του αστικού τοπίου, της πέραν πάσης κοινής οικονομικής λογικής αύξησης των ενοικίων και του κόστους ζωής, της επανεφεύρεσης της ίδιας της φύσης της πόλης; Πώς εξηγείται, όχι μόνο ότι υπάρχουν στρατιές αστέγων, αλλά και ότι αναρίθμητοι εργαζόμενοι δεν έχουν τα μέσα να πληρώνουν μόνοι τους το μηνιαίο ενοίκιο μιας (αξιοπρεπούς) κατοικίας, ενώ υπολογίζεται ότι από τις 640.000 κατοικίες του Κεντρικού Τομέα Αθηνών, οι 176. 000 είναι άδειες (εκ των οποίων γύρω στις 10.000 είναι στο Airbnb - ένα μικρό αλλά μη αμελητέο ποσοστό);


Το νέο αυτό τέρας που ευθύνεται για αυτές τις εξελίξεις έχει πολλά ονόματα, εγώ όμως θα το βαφτίσω «χρηματιστικοποίηση της κατοικίας» (βλ. financialization). Οι γνώσεις μου στην οικονομική επιστήμη είναι πολύ περιορισμένες και δεν είμαι σε θέση να κάνω μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των μηχανισμών αυτού του φαινομένου. Ωστόσο δε θεωρώ κάτι τέτοιο μεγάλο μειονέκτημα, γιατί το να προσπαθεί να καταλάβει κανείς το κεφάλαιο και την Αγορά τον 21ο αιώνα μοιάζει λίγο με τις προσπάθειες ενός αγρότη στην αρχαία Βαβυλώνα να καταλάβει την θεολογία του μεγάλου ιερέα - όσο ταλαίπωρες και άκαρπες είναι τέτοιες προσπάθειες, εντέλει ισοδυναμούν με τις προσπάθειες να ψηλαφίσεις τις κινήσεις ενός φαντάσματος, βέβαια ενός φαντάσματος με πολύ πραγματικές επιδράσεις στην πραγματική ζωή.


Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι οι παραδοσιακοί κανόνες του καπιταλιστικού παιχνιδιού, οι παραδοσιακοί θεμελιώδεις οικονομικοί νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης δεν ισχύουν πλέον, ή μάλλον ισχύουν αλλά τους έχουν χακάρει σε τέτοιο βαθμό που έχουν ξεφύγει από τα παραδοσιακά τους πλαίσια. Αν π.χ. σε μια πόλη υπάρχει ένας ιδιοκτήτης με 2 σπίτια και υπάρχουν και 2 πιθανοί ενοικιαστές, τότε ο ιδιοκτήτης μπορεί να νοικιάσει το κάθε σπίτι σε Χ τιμή, αλλά μπορεί επίσης αν θέλει να αφήσει άδειο το ένα, και τότε οι 2 πιθανοί ενοικιαστές να προσφέρουν όλο και περισσότερα λεφτά για να μην μείνουν στο δρόμο και να καταλήγουν να πληρώνουν 2Χ ή 3Χ για το ίδιο σπίτι. Με αυτό τον τρόπο και περισσότερα βγάζει ο ιδιοκτήτης, και το ένα σπίτι του που μένει άδειο δεν υπόκειται στις υλικές ζημιές και σε εν δυνάμει νομικά προβλήματα που προκύπτουν από την ενοικίαση. Και οι τιμές πώλησης φυσικά μόνο να ανέβουν μπορούν, κι έτσι λόγω των (τεχνητών) ελλείψεων ανεβαίνουν όλο και πιο γρήγορα - μέχρι να σκάσει η φούσκα. Αυτή η κατάσταση δεν ήταν δυνατή πριν μερικές δεκαετίες, όμως με τις διάφορες πρόσφατες εξελίξεις, κυρίως με τη μαζική εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό (κινεζικών, ρωσικών, αμερικανικών, αραβικών κ.τ.λ.) και με τη δημιουργία ενός ευνοϊκού νομικού πλαισίου και πολιτικού κλίματος, είναι μονόδρομος.


Στην εξίσωση πρέπει κανείς να προσθέσει και άλλους πιο σκοτεινούς παράγοντες, π.χ. την (τεράστια) επιρροή του βρώμικου χρήματος και του παράνομου κεφαλαίου, που η επένδυσή του σε ακίνητη περιουσία είναι αγαπημένη μέθοδος και για να ξεπλύνεις χρήμα και για να παρκάρεις κεφάλαιο, ή το γεγονός ότι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, εκπορνεύουν την υπηκοότητά τους σε πλούσιους μη Ευρωπαίους που κάνουν επενδύσεις συγκεκριμένου μεγέθους σε ακίνητα, που την επιζητούν κυρίως για τη χρήση της ως δούρειο ίππο για την απόκτηση της ευρωπαϊκής υπηκοότητας.


Το συμπέρασμα είναι ότι η κατοικία γίνεται όλο και λιγότερο ανθρώπινο δικαίωμα, και όλο και περισσότερο ένα ακόμη εμπόρευμα. Όμως σε αντίθεση με τα διαμάντια ή το χρυσό, πρόκειται εδώ για βασική ανθρώπινη ανάγκη και για προϋπόθεση αξιοπρεπούς ζωής. Κάθε χρόνο που περνάει όλο και περισσότερα δικαιώματα μετατρέπονται σε προνόμια και τα αυτονόητα σε πολυτέλειες. Θεωρώ σημαντικό να μιλάμε για τέτοια θέματα που πολλούς μας απασχολούν και να αναγνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται για ατομικά ή τοπικά προβλήματα, αλλά για συλλογικά και παγκόσμια.



Θεόδωρος Ηλιάδης

bottom of page